Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Παρεμβάσεις μελών της "Ομάδας Παρέμβασης στα Προσφυγικά" της Πρωτοβουλίας 'Ψ' " στην εκδήλωση "Η Αλληλεγγύη είναι θεραπευτική".

 


Μερικές σκέψεις για την παρέμβαση στα Προσφυγικά”


Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που ξεκινήσαμε την παρέμβαση μας στην κοινότητα των προσφυγικών και μπορούμε να πούμε ότι έχουμε πλέον αναπτύξει μία σχέση με πολλούς από τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί. Μία σχέση που δε μπορεί να εύκολα να γίνει κατανοητή με τους συνήθης τεχνικούς όρους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μία “θεραπευτική παρέμβαση στην κοινότητα”. Συνήθως μιλούμε για “θεραπευτικό πλαίσιο” για “θεραπευτική πολυκλαδική ομάδα” για “διαγνωστικές κατηγορίες”, για “θεραπευτικό πρόγραμμα” κλπ.

Η φράση που ίσως θα απέδιδε καλύτερα τη σχέση αυτή είναι η “από κοινού αναζήτηση”. Μια πορεία που μας εμπλέκει σε μία διαρκή αναζήτηση νέων νοημάτων, δυνατοτήτων, απαντήσεων και διεξόδων, σε μία κοινωνική πραγματικότητα που παράγει φτώχεια, περιθωριοποίηση και κοινωνική δυστυχία.


Είναι η ψύχωση λέει “απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας” και είναι χαρακτηριστική στην ψύχωση η “απώλεια των ορίων του εγώ” και η “έλλειψη κινήτρου και βούλησης”.


Αναρωτιόμαστε...


Πως μπορεί ένας άνθρωπος να καταφέρει μέσα σε αυτήν την κοινωνική πραγματικότητα να του ανήκουν και να ορίζει, το σώμα του, το πρόσωπο του, τα συναισθήματα του, τη ζωή του; Όταν αμφισβητείται η ίδια η ύπαρξη του... Όταν δεν αναγνωρίζεται η ανθρώπινη υπόσταση του χωρίς χαρτιά, ΑΦΜ, κωδικούς TAXISNET και μισθωτήριο συμβόλαιο;


Ούτε καν στέγη, που είναι μια πραγματική υλική ανάγκη, αλλά ένα “μισθωτήριο συμβόλαιο” που πιθανά να αποτελέσει την “άυλη πύλη εισόδου” σε μία εφιαλτική κατά τα άλλα πραγματικότητα. Την ίδια στιγμή στα σύνορα υψώνονται πραγματικοί φράχτες και ενώ άνθρωποι βασανίζονται και δολοφονούνται, καταλήγουν να εξαϋλώνονται, να εξαλείφονται, να εξαφανίζονται και η ίδια η ύπαρξη τους αμφισβητείται. Ποιες είναι οι λέξεις να περιγράψεις αυτή την πραγματικότητα;


Και ποια είναι αυτή η πραγματικότητα της οποίας την αίσθηση υποτίθεται “δεν έχεις” όταν δεν έχεις θέση σε αυτή, ως άνθρωπος χωρίς χαρτιά, χωρίς γραφειοκρατικό αποτύπωμα, χωρίς πρόσβαση σε στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα; Ποιος θέλει να έχει την αίσθηση μιας τόσο σκληρής πραγματικότητας;


Ποια είναι η “απώλεια των ορίων του Εγώ” όταν για το κράτος “δεν υπάρχω”; Όταν για να έχω άδεια παραμονής χρειάζεται να έχω εργασία, εισόδημα, ασφάλιση, μισθωτήριο συμβόλαιο και για να τα έχω όλα αυτά χρειάζομαι άδεια παραμονής;



    Και Εγώ... Που είμαι; Είμαι εκεί που έχω καταγραφεί ως πράξη γέννησης; Ή φωτογραφία σε ένα διαβατήριο ξεχασμένο στην τσέπη ενός παντελονιού που πετάχτηκε στα σκουπίδια;

    Και Εγώ... Υπήρξα ποτέ; Η μητέρα μου, ως ανήλικη, δεν με δήλωσε στην αστυνομία γιατί φοβόταν να μην έρθει και με πάρει ο πατέρας πίσω στην χώρα μας αφότου ήρθαμε στην Ελλάδα.


    Και Εγώ... Ήμουν παιδί. Δεν μεγάλωσα “κανονικά”, μεγάλωσα στο ίδρυμα. Ενώ τώρα, κανονικά, “μεγάλωσα”. Και έχω και ταυτότητα ... “Ναι!” Έχω και μια κόρη. Έχω λογαριασμό στην τράπεζα, έχω και PIN. Δεν ξέρω όμως το αριθμό λογαριασμού. Ο διευθυντής της τράπεζας με έδιωξε ... Ξέρεις όμως ... Το όνομα μου δεν είναι αυτό που γράφει στην ταυτότητα. Έχω το όνομα της κόρης μου και η κόρη μου έχει το όνομα μου... Πως με γράψανε στη νοσηλεία; Δεν ξέρω... Ήμουν όμως Εγώ (αλήθεια λέω) που νοσηλεύτηκα. Τώρα; Τι θα πω στην επιτροπή;


    Και Εγώ... Είμαι εδώ πολλά χρόνια. Έχω δύο κορούλες. Η υπάλληλος στο Κέντρο κοινότητας μου είπε ότι θα μου πάρουν τα παιδιά αν δηλώσω άστεγη για να πάρω το ΚΕΑ. Κατάφερα και έκανα μισθωτήριο συμβόλαιο κάπου (τα τελευταία χρόνια έχω κάνει πολλά τέτοια σε διαφορετικές περιοχές).

Δεν υπάρχει καμία σταθερότητα” , μου λέει η υπάλληλος. “Πρέπει να πάτε στο καινούριο σχολείο κοντά στο σπίτι που νοικιάσατε αλλιώς δεν ανανεώνουμε τίποτα”.

Μααα! Χρειαζόμαστε τα χρήματα για να μετακομίσουμε...” της λέω.

Οχι πρώτα πρέπει να δείξετε ότι υπάρχει μία σταθερότητα και μετά θα πάρετε τα χρήματα. Χωρίς σταθερή κατοικία για τα παιδιά δεν υπάρχει βοήθεια”.

Για το επίδομα παιδιού;” ρωτάω.

Δεν το δικαιούστε χρειάζεστε 12 χρόνια νόμιμης παραμονής στην Ελλάδα” μου λέει.

Μα με πέντε χρόνια το έπαιρνα”, απαντώ.

Δεν ξέρω τι λέτε εσείς. Εγω θέλω να δω 12 χρόνια, ότι είστε εδώ και τι κάνατε...”


Ένα φανταστικό ερώτημα προς την υπάλληλο του Κέντρου Κοινότητας μας έρχεται στο μυαλό ...


Θέλεις πραγματικά να σου πω τι έκανα; Μπορούμε να καθίσουμε εδώ και να σου πω αν θες ! Αλλά είμαι σίγουρη πως δεν θέλεις... Δεν θέλεις να ακούσεις...”


Πως να εξιστορήσεις 12 χρόνια άλλωστε. Πως να χωρέσουν τόσα χρόνια “ανείπωτης Ζωής” σε μία ψευδαίσθηση γραφειοκρατικής “σταθερότητας” και κανονικότητας σαν αυτήν που απαιτείται για να έχεις τα στοιχειώδη δικαιώματα; Και πως βιάζονται οι ανθρώπινες ιστορίες στο “κρεβάτι του Προκρούστη” του κράτους.


Στην συνάντηση μας με την κοινότητα των προσφυγικών και τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί ένα από τα αρχικά ερωτήματα που θέσαμε σε εμάς ήταν “αν θέλουμε πραγματικά να ακούσουμε”. Κατόπιν όλα τα άλλα παρέμεναν και παραμένουν ανοικτά...


Οι σχέσεις μας χτίζονται μέσα από τις διεξόδους που ανοίγουν αυτά τα μοιράσματα. Και ακολουθούν όλα τα άλλα...


Πως θα πράξουμε για κάθε ένα από τα προβλήματα που ανακύπτουν, πως θα επιλύσουμε διαφορές και διαφωνίες, πως θα ξεπεράσουμε εμπόδια και πρακτικές δυσκολίες.

Μαθαίνουμε από τον τρόπο που η κοινότητα στα προσφυγικά λειτουργεί αλληλέγγυα για κάθε μέλος της, όσο περίπλοκα κι αν είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται, και από τον τρόπο που παραστέκεται στα πιο ευάλωτα μέλη της ενώ εξελίσσονται από κοινού.

Μαθαίνουμε από το πως άνθρωποι που θα βίωναν την απόλυτη περιθωριοποίηση ή τον εγκλεισμό σε στρατόπεδα και ψυχιατρεία βρήκαν εκεί στέγη, χώρο ύπαρξης, φωνή και δύναμη να διεκδικήσουν τη ζωή τους με όρους ελευθερίας και αλληλεγγύης. Πως, παρόλες τις διώξεις που υφίστανται μάχονται για να κρατήσουν την κοινότητα ζωντανή.


Για εμάς αυτή η εμπειρία είναι πολύτιμη και έχουμε πολλά ακόμη να κατανοήσουμε και να πράξουμε. Συνδεόμαστε πλέον με τους ανθρώπους που γνωρίσαμε και την κοινότητα και η συνέχεια και η σταθερότητα αυτής της σύνδεσης είναι το πρώτο ζητούμενο.


______________



Πριν από δύο χρόνια ως Πρωτοβουλία Ψ αποφασίσαμε να βρεθούμε στο χώρο των κατειλημμένων Προσφυγικών μετά από κάλεσμα της συνέλευσης τους. Σκοπός υπήρξε η παρέμβαση σε κάποια ζητήματα που αντιμετώπιζε η κοινότητα, η οποία κρίνοντας ότι όντας μια μονοθεματική συνέλευση που ασχολείται κυρίαρχα με το χώρο της ψυχικής υγείας, θα μπορούσαμε να στηρίξουμε στα υπάρχοντα προβλήματα. Προφανώς δεχτήκαμε χωρίς να ξέρουμε τι θα αντιμετωπίζαμε, καθώς πιστεύουμε πρώτον στη δύναμη της αλληλεγγύης και ακολούθως ότι οι αυθόρμητες πρωτοβουλίες οδηγούν σε χρήσιμες πολιτικές παρακαταθήκες. Σήμερα δύο χρόνια μετά την απόφαση αυτή είμαστε γεμάτες νέες εμπειρίες, συντροφικές σχέσεις και χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Δεν θεωρούμε τις εαυτές μας ειδικές, ούτε θέλουμε να συμμετέχουμε στην παραγωγή ενός κυρίαρχου – εξουσιαστικού λόγου, όπως αυτού που βιώνουμε κάθε μέρα από την κυρίαρχη ψυχιατρική και ψυχολογία. Προσεγγίσαμε τα άτομα στα προσφυγικά χωρίς ποτέ να στοχεύουμε στην ενσωμάτωσή τους στο ‘’ρεαλιστικό’’ – καπιταλιστικό αφήγημα, αλλά αντίθετα θελήσαμε να συν διαμορφώσουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία θα γκρεμιστούν οι φραγμοί μεταξύ ‘άλογων και έλλογων υποκειμένων’’.

Το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα της ψυχιατρικής έχει από τις απαρχές του διαλέξει πλευρά, η οποία δεν είναι άλλη από την υπεράσπιση και διαιώνιση του υπάρχοντος καπιταλιστικού οικοδομήματος. Αυτό με τη σειρά του μας αντιμετωπίζει ως μηχανές παραγωγής εργασίας, καθορίζει τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, διαμορφώνει τις σχέσεις μας. Αφιερώνουμε όλο μας το χρόνο στη δουλειά, χτίζουμε τις ανάγκες μας μέσα από τα καταναλωτικά πρότυπα, επενδύουμε σε στείρες και επιφανείς σχέσεις. Το υποκείμενο δυσφορεί, αισθάνεται μοναξιά, απόγνωση, θλίψη, απώλεια ελέγχου. Αισθάνεται ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του. Και εδώ ο επιστημονικός λόγος ως εργαλείο πειθάρχησης έρχεται να δώσει την απάντηση. Παθολογικοποιεί την όποια αναζήτηση απόλαυσης, ενώ ταυτόχρονα βιολογικοποιεί τη δυστυχία αποδίδοντάς τη είτε σε χημική ανισορροπία είτε σε γονιδιακά ελλείμματα, είτε σε έλλειψη σεροτονίνης, είτε στον τρόπο που λειτουργούν οι νευρώνες. Ο διαχωρισμός μεταξύ λειτουργικών και αποκλινόντων είναι υπαρκτός. Από την μία τα λειτουργικά για το σύστημα άτομα εξαναγκάζονται σε εξαντλητικές συνθήκες εργασίας(ανασφάλιστα, μαύρα κλπ.) και από την άλλη όσα από εμάς περισσεύουν, απομονώνονται και περιθωριοποιούνται στα ψυχιατρεία, στις φυλακές, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για εμάς η ιδιωτικοποίηση της δυσφορίας είναι ξεκάθαρα μια πολιτική επιλογή πειθάρχησης και καταστολής του υποκειμένου. Μια επιλογή που στρέφει το άτομο στον εαυτό του και σε ατομικές απαντήσεις μακριά από το συλλογικό, συντηρώντας τους κοινωνικούς διαχωρισμούς εντός των καταπιεσμένων. Σε μια κοινωνία που νοσεί, ο ψυχικός πόνος δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια μορφή άρνησης του υπάρχοντος.

Από την άλλη πλευρά, η δική μας εμπειρία, μέσα από τη παρουσία μας στα κατειλημμένα προσφυγικά, έρχεται να αμφισβητήσει τον λόγο της κυρίαρχης ψυχιατρικής. Συγκεκριμένα, οι σχέσεις που χτίσαμε με άτομα από τα προσφυγικά ήταν θεραπευτικές, γιατί πάνω από όλα είναι σχέσεις. Είναι σχέσεις που δεν βασίζονται στο επιστημονικό μοντέλο του τι σημαίνει ψυχικό, τι σημαίνει ψυχοθεραπεία και θεραπευτικό πλαίσιο, ποιος είναι ο ρόλος του ψυχολόγου. Το πρώτο πράγμα που αρνηθήκαμε ήταν ο στείρος χρόνος και χώρος στον οποίο πραγματώνεται μία ‘’συνεδρία’’. Δεν είμασταν εκεί μια συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Είμασταν εκεί όποτε μας χρειάζονταν τα άτομα. Οι συναντήσεις μας δεν γίνονταν σε ένα αποστειρωμένο γραφείο, αποκομμένο από το προσωπικό και κοινωνικό χώρο ύπαρξης των ατόμων αλλά μέσα στην ίδια την κοινότητα ακόμη και στα σπίτια και στο κατειλημμένο στέκι των προσφυγικών. Η παρουσία μας εκεί καθοριζόταν από τις ανάγκες των ατόμων. Ακόμη και στην πρόσφατη προσπάθεια εκκένωσης των προσφυγικών αμφισβητήσαμε το καθαρά αυστηρό θεραπευτικό πλαίσιο και βρισκόμασταν αλληλέγγυα στις όποιες ανάγκες. Ακολούθως, κόντρα στον κατακερματισμό των βιωμάτων και των εμπειριών συναντήσαμε το άτομο στην ολότητα του. Γνωρίζουμε ότι αυτό που ορίζεται ως πρόβλημα δεν είναι μια αποκομμένη στιγμή του γίγνεσθαι του ατόμου, αλλά συνέχεια την προσωπικής του ιστορίας. Αυτό που ονομάζεται σύμπτωμα είναι η έκφραση των προσωπικών αδιεξόδων και δυσκολιών. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε στόχος η καταστολή του συμπτώματος , όπως συνηθίζει η δυτική ψυχιατρική να κάνει, αλλά η στήριξη των ατόμων σε μια πληθώρα ζητημάτων από την βοήθεια στην χορήγηση ενός επιδόματος μέχρι την επίλυση ενός δικαστικού ζητήματος. Ζητήματα υγείας(πχ οδοντίατρος), στέγασης, ρουχισμού, επικοινωνίας (να έχουν κινητό), χαρτιά, ασύλου, εργασίας. Μετά την επίλυση των παραπάνω μπορέσαμε να εστιάσουμε σε ζητήματα που τείνουν να θεωρούνται υπαρξιακά όπως η μοναξιά, η συντροφικότητα, η παρέα. Πως άλλωστε μπορείς, να υπάρξεις στο κοινωνικό πεδίο όταν ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεσαι ως κομμάτι του; Προφανώς, δεν πιστέψαμε ποτέ ότι μπορούμε να κάνουμε διαγνώσεις και να σκιαγραφήσουμε λύσεις. Όποια προσπάθεια ορισμού μιας συνθήκης ως πρόβλημα και διαχείρισής της βασίστηκε στην συνδιαμόρφωση με τα ίδια τα άτομα. Έχοντας πάντα στο μυαλό μας πως το ίδιο το άτομο είναι αυτό που νοηματοδοτεί και αποφασίζει τι είναι πρόβλημα και ποια η πιθανή λύση του.

Πολλά από τα άτομα που συναντήσαμε στα προσφυγικά είχαν εμπειρίες φωνών, παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων. Σε αντιδιαστολή με τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης που αντιμετωπίζει τον λόγο της ψύχωσης ως ά(στερητικό) - λόγο, χωρίς νόημα συνθήκη, εκτός των κοινότυπων ορίων νοηματοδότησης και επικοινωνίας, τοποθετώντας τον αποκλειστικά στον χώρο του ψυχιατρείου, θεωρώντας πως εκεί ανήκει, εμείς πήραμε ως αφορμή αυτή τη συνάντηση για να επαναδιαπραγματευτούμε την έννοια του πραγματικού. Δεν αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ως ένα συνεχές σημείο συνάντησης με την κατασκευασμένη πραγματικότητα, αλλά ως ένα ταξίδι αντιφάσεων και πρωτόγνωρων εμπειριών, όπου η εμπειρία αποκτά πολλές όψεις. Οι ψευδαισθήσεις , παραισθήσεις δεν είναι ψευδείς ούτε παρά αλλά κομμάτι του συνεχούς της επικοινωνίας. Οι φωνές αποτελούν έναν άλλον τόπο έκφρασης της δυσφορίας, έναν τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο μπορεί να μιλήσει για το βίωμά του. Αντί λοιπόν να καταστέλλουμε, να κατακρίνουμε, να καθηλώνουμε την εμπειρία των φωνών, την νοηματοδοτούμε, την κατανοούμε και την αποδεχόμαστε.

Ερχόμενοι σε σύγκρουση με την κατασταλτική λογική του φαρμάκου, δεν χρησιμοποιήσαμε το φάρμακο ως βασικό θεραπευτικό πυλώνα, αλλά υποστηρικτικά με τα παραπάνω σε ορισμένες περιπτώσεις. Ήταν σημαντικό για εμάς να εξηγήσουμε και να συζητήσουμε με το άτομο τους λόγους που μπορεί να είναι σημαντική η χορήγηση του φαρμάκου, όπως και τις συνέπειες που αυτό μπορεί να επιφέρει στη ζωή του.

Αυτό όμως που εμείς θεωρούμε πιο σημαντικό και αυτό που εν τέλει ενέχει μέσα την έννοια του θεραπευτικού είναι η ίδια η κοινότητα. Χωρίς, την κατειλημμένη κοινότητα των προσφυγικών τίποτα δεν θα ήταν εφικτό. Γιατί αυτή ειναι που δίνει στην θεραπεία υλική υπόσταση. Τα ίδια τα άτομα της κοινότητας ήταν εκεί να δώσουν το φάρμακο σε καθημερινή βάση, να κάνουν παρέα και να σπάσουν το συναίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης, να καταγράψουν κάθε ανάγκη και κάθε προβληματισμό που μπορεί να αντιμετώπιζε το κάθε υποκείμενο. Τι είναι, λοιπόν, θεραπευτικό ; Θεραπευτική είναι αρχικά η ύπαρξη μιας κοινότητας. Μιας κοινότητας, εντός της οποίας μπορούν να συνυπάρχουν και να αγωνίζονται μαζί άτομα από διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικές ταυτότητες. Άτομα που ενδιαφέρονται και παλεύουν το ένα για το άλλο.

Κλείνοντας θεωρούμε ότι οι καταλήψεις και οι κοινότητες αγώνα είναι τα πεδία συνάντησης και συνύπαρξής μας. Είναι οι χώροι, όπου η ατομική δυσφορία συλλογικοποιείται και αντιμετωπίζεται συντροφικά και αλληλέγγυα. Το ερώτημα που μας γεννάται από την εμπειρία μας στα κατειλημμένα προσφυγικά είναι πως μπορούμε να χτίσουμε από κοινού με όλα τα υποκείμενα, δομές αγώνα που θα είναι απειλητικές για το κράτος και το κυρίαρχο τρόπο ανάγνωσης της ζωής. Για εμάς αφετηριακός στόχος υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η αποδήμηση των φραγμών μεταξύ παραγωγικών μη παραγωγικών, άλογων και έλλογων, υγειών μη υγειών, λειτουργικών και μη λειτουργικών, ντόπιων και μεταναστριών. Πως μπορούμε όλα μαζί να σπάσουμε το ατομικό τείχος της δυσφορίας μας και να χτίσουμε τα οδοφράγματα μας συμβολικά και υλικά; Σίγουρα δεν υπάρχει μια εύκολη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σήμερα. Ωστόσο, για εμάς η συζήτηση αυτή αποτελεί μια πρώτη αποτύπωση της ανάγκης και της επιθυμίας μας να πάμε τις συλλογικές μας διεκδικήσεις ένα βήμα παρακάτω.

Γνωρίζουμε πολύ καλά πως ο ανθρώπινος πόνος είναι κομμάτι της ύπαρξης μας. «Η δυστυχία είναι η ανθρώπινη συνθήκη. Όταν έρχεται το ξέρεις αναγνωρίζεις την αλήθεια της. Φυσικά είναι σωστό να φροντίζουμε τους ασθένειες να καταπολεμάμε την πείνα και την αδικία, όπως κάνει ο κοινωνικός οργανισμός. Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε την δυστυχία. Μια κοινωνία μπορεί μονάχα να καταργήσει την κοινωνική δυστυχία -την άχρηστη δυστυχία. Η υπόλοιπη εξακολουθεί να υπάρχει. Υπάρχουν φορές που με πιάνει τρόμος η ευτυχία μοιάζει φευγαλέα. Και ωστόσο, αναρωτιέμαι αν όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο μια παρεξήγηση, αυτό το κυνήγι της ευτυχίας αυτός ο φόβος του πόνου. Αν αντί να τον φοβάμαι και να το αποφεύγω αν μπορούσα να τον διασχίσω, να το ξεπεράσω; Υπάρχει κάτι πέρα από τον πόνο , αυτό που υποφέρει είναι το εγώ, αλλά υπάρχει και ένα σημείο που το εγώ σταματάει. Νομίζω ότι η πραγματικότητα, η αλήθεια που αναγνωρίζω στην δυστυχία και όχι στην άνεση και στην ευτυχία- η πραγματικότητα του πόνου- δεν είναι πόνος. Αν μπορέσεις να την ξεπεράσεις. Αν μπορέσεις να την αντέξεις μέχρι το τέλος. Πραγματικότητα της ζωής μας είναι η αλληλεγγύη. Η αλληλεγγύη είναι η αληθινή συνθήκη της ανθρώπινης ζωής» ( Ursula K. Le Guin, 2017).


_______________



ΓΙΑ ΤΑ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ ‘Ψ’ ΣΤΗΝ «ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΕΙΛΗΜΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ»


Η παρέμβαση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ στα Προσφυγικά και η συνάντηση (και συνεργασία της) με την «Κοινότητα των Κατειλημμένων Προσφυγικών» πρόκυψε πριν δυο χρόνια, σε μια περίοδο που υπήρχε, από την Πρωτοβουλία, μια αναζήτηση τόπου, τρόπου, ευκαιρίας για ένα έμπρακτο (και όχι «στα λόγια»), στοχευμένο εγχείρημα στη βάση των ιδεών και των προσεγγίσεων για τις οποίες μάχεται η Πρωτοβουλία, για μια «άλλη ψυχιατρική», όπου στο κέντρο της προσοχής μας είναι ο άνθρωπος που πάσχει και οι ανάγκες του ως υποκειμένου και όχι μια αρρώστια ως αφηρημένη οντότητα, ούτε, φυσικά, ο κοινωνικός της έλεγχος και η καταστολή.

Ένα «τυχαίο γεγονός», μια δυσκολία που πρόκυψε στην διαχείριση/αντιμετώπιση ενός προβλήματος ψυχικής υγείας κατοίκου της κοινότητας, έφερε σε μια πρώτη επαφή μέλη της Πρωτοβουλίας με την «κοινότητα» και αποτέλεσε την εκλυτική αφορμή, μέσα από τις πολύπλοκες διαστάσεις του προβλήματος αυτού, στις οποίες το σύστημα των υπηρεσιών δεν έδινε και όπως πάντα αδυνατούσε να δώσει τις δέουσες απαντήσεις, να ξεκινήσει αυτή η συνεργασία και η συμπόρευση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ με την «Κοινότητα των Προσφυγικών».

Όπως τονίζαμε από την αρχή, στόχος της παρέμβασης αυτής δεν ήταν ούτε μια φιλανθρωπικού χαρακτήρα ενέργεια, ούτε η υποκατάσταση του συστήματος των υπηρεσιών, αλλά η αλληλεγγύη και η κοινή αγωνιστική συμπόρευση, η έμπρακτη εφαρμογή των κοινοτικά βασισμένων πρακτικών στην ψυχική υγεία σε συνδυασμό με την απαίτηση και διεκδίκηση για ουσιαστικές θεραπευτικές απαντήσεις από τις υπηρεσίες του συστήματος (αν και όταν αυτές καθίστανται αναγκαίες) χωρίς καμιά καταστολή ή απόρριψη/εγκατάλειψη και με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων των ατόμων που προσφεύγουν σ΄ αυτό για την όποια βοήθεια. Με την εγκαθίδρυση θεραπευτικών σχέσεων στην κατεύθυνση της αποδόμησης του αποστειρωμένου ρόλου του «ειδικού», προς μια σχέση που στοχεύει στην ισότιμη επικοινωνία και αλληλεπίδραση. Και με βασική παράμετρο της όλης παρέμβασής μας την ανάδειξη της κοινωνικής ρίζας του όποιου προβλήματος ψυχικής υγείας, της οδύνης και του κοινωνικού αποκλεισμού που βιώνουν πολλά από τα άτομα που κατοικούν εκεί (όπως πολλοί και πολλές παντού, μέσα σ΄ όλη την κοινωνία).

Ανάμεσα στους περίπου 370 κατοίκους των Προσφυγικών, μεταξύ των οποίων 47 παιδιά, είναι πολλοί/ες πρόσφυγες/ισες, άλλοι «αιτούντες άσυλο», άλλοι με, και άλλοι χωρίς, «χαρτιά», άλλοι/ες με, και άλλοι/ες χωρίς, ψυχολογικά προβλήματα, μόνοι, μόνες, οικογένειες με παιδιά, όλες και όλοι με πολυπλόκαμες διαδρομές φυγής από πολέμους, πολιτικούς διωγμούς και οικονομική εξαθλίωση, σε αναζήτηση μιας ζωής με στοιχειώδη ασφάλεια. Σ΄ έναν τόπο όπου, όπως παντού στην Ευρώπη, η απάντηση στην οδύνη του πρόσφυγα κυμαίνεται από τον στρατοπεδικό εγκλεισμό και την αστεγία (και συχνά, όλο και πιο πολύ και πιο σχεδιασμένα, την δουλεμπορική εκμετάλλευση) μέχρι την επαναπροώθηση και τους πνιγμούς.

Είναι και πολλοί/ές γηγενείς, άστεγοι, με προβλήματα, ενίοτε πολύ σοβαρά, ψυχικής υγείας, τοξικοεξαρτημένοι, ως επί το πλείστον ενταγμένοι σε προγράμματα απεξάρτησης - με την γραμμή της «κοινότητας» να είναι σαφώς ενάντια στη χρήση και την όποιας μορφής διακίνηση ναρκωτικών.

Αυτό που έγινε αντιληπτό στην διάρκεια της συμπόρευσης, με όποιο τρόπο μπορούσε αυτή να λάβει έμπρακτη μορφή, ιδιαίτερα μέσω της συνεργασίας στην παροχή της δέουσας φροντίδας των ατόμων με τις πιο πολύπλοκες ανάγκες, είναι ότι όλα αυτά τα άτομα, τα κοινωνικά στρώματα, που η κυρίαρχη κοινωνική οργάνωση έχει ωθήσει στο χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού και της υπαρξιακής εκμηδένισης, έβρισκαν (και βρίσκουν) σ΄ αυτή την κοινότητα, την στέγη/κατοικία που δεν είχαν, το φαγητό και τα ρούχα που πουθενά δεν τους προσφέρονται, τη στήριξη για την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, καθώς και σε νομική βοήθεια (πχ, για τους αιτούντες άσυλο και άλλα), την μέριμνα για την πρόσβαση όλων των παιδιών (ντόπιων και προσφυγόπουλων) στο σχολείο (με ταυτόχρονη την λειτουργία παιδικού στεκιού, σχεδόν καθημερινής ενισχυτικής διδασκαλίας και δραστηριοτήτων δημιουργικής απασχόλησης μέσα στην κοινότητα) και, φυσικά, τη «ζεστασιά», πέρα από αυτή του σπιτιού, κυρίως της κοινωνικής πλαισίωσης, της σχέσης, της στήριξης. Δύσκολα θα βρει κανείς, σήμερα, «γειτονιά», με γείτονες (ή και συγκάτοικους) «φροντιστές» ατόμων που έχουν ανάγκη, πχ, για τη σωστή λήψη μιας φαρμακευτικής αγωγής και συνοδούς, στο βαθμό του δυνατού, στην αναζήτηση λύσεων σε διάφορα προβλήματα από τις όποιες (όλο και πιο δύσκολα προσβάσιμες, για τους πιο φτωχούς, όλο και πιο γραφειοκρατικές και απορριπτικές) υπηρεσίες, υγειονομικές, κοινωνικές κλπ. Κι΄ όμως, για πολλά από τα άτομα με τα οποία ήλθαμε σε επαφή, το όποιο θεραπευτικό πλάνο δεν θα είχε αποτέλεσμα χωρίς την ενεργό συμμετοχή στην υλοποίησή του μελών της «κοινότητας». Με όλους τους περιορισμούς και τις δυσκολίες που μπορεί να είχε το κάθε αλληλέγγυο μέλος της «κοινότητας» λόγω ωραρίων και συνθηκών εργασίας, οικογενειακών προβλημάτων, κινηματικών υποχρεώσεων κλπ.

Όπως προαναφέρθηκε, η στόχευση των μελών της Πρωτοβουλίας δεν ήταν στη λογική της μονοσήμαντης προσέγγισης της, όποιας μορφής και έκφρασης, ψυχικής οδύνης ως ενός δυσλειτουργούντος ψυχολογικού, ή νευροχημικού εαυτού, αλλά στην διαλεκτική της κοινωνικής ρίζας του όποιου προβλήματος με ένα κοινωνικό υποκείμενο που είχε διαχρονικά βιώσει την διαδοχική απόρριψη. Είτε στη ζωή του, και μετά στην αναγκαστική φυγή του από τη χώρα προέλευσης, με αποκορύφωμα της τραυματικής εμπειρίας, εδώ, τον στρατοπεδικό εγκλεισμό και την επικρεμάμενη επαναπροώθηση. Είτε, για τους ντόπιους, στη διαδρομή του μέσα από τη φτώχεια, τα οικογενειακά αδιέξοδα, την κοινωνική εγκατάλειψη, μέσα σε μια κοινωνική οργάνωση που αφήνει χώρο για όλο και πιο λίγους, έτσι ώστε να ωθείται να ζει κανείς, στην ίδια του τη χώρα, σαν «μετανάστης», μακριά από την όποια δυνατότητα μιας ζωής με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, ή σαν «πρόσφυγας» από μια καταπιεστική και αβίωτη κανονικότητα.

Γι΄ αυτό, στο βαθμό που αντιμετωπίζουμε την ψυχική οδύνη του πάσχοντος υποκειμένου πρωτίστως ως το «βίωμα ενός ανθρώπου» - ενός «ανθρώπου που πονάει» - και όχι μέσω της αναγωγής της σε μια αφηρημένη διαγνωστική κατηγορία, δεν αρκεί καθόλου η απλή αναγνώριση των ποικίλων υπαρξιακών, κοινωνικών, πολιτικών διαστάσεων της ψυχικής οδύνης (που τις αναγνωρίζουν ακόμα και κάποιοι ακραιφνείς βιολογιστές, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτές οι διαστάσεις αποτελούν απλώς επιβαρυντικούς παράγοντες πάνω σε μια αμετάκλητα βιολογική βάση), ως κάτι, όμως, που παραμένει έξω από τα όρια της θεραπευτικής πρακτικής. Αν πραγματικά αναγνωρίζουμε τον κομβικό ρόλο των διαστάσεων αυτών στην πρόκληση/επιδείνωση των ποικίλων μορφών του ψυχικού πόνου (αρρώστιας, διαταραχής κλπ), τότε κεντρική σημασία έχει το πώς, ταυτόχρονα, αυτές οι διαστάσεις υπεισέρχονται στην θεραπευτική πρακτική. Οσο κι αν αυτό μοιάζει να αντιστρατεύεται τον αποστειρωμένο, στυγνό επιστημονισμό της κυρίαρχης ψυχιατρικής, εν τούτοις, όπως μια μακρόχρονη διεθνής εμπειρία έχει δείξει, το ουσιαστικά θεραπευτικό είναι συνυφασμένο με την πολιτικοποίηση της θεραπευτικής πρακτικής, τόσο μέσα στους κυρίαρχους ψυχιατρικούς θεσμούς, όσο και έξω από αυτούς, μέσα από τον ίδιο τον τρόπο που συλλαμβάνουμε και αντιμετωπίζουμε τον ψυχικό πόνο – όχι στη λογική του να κάνουμε το άτομο ικανό (μέσα από το φάρμακο ή/και την ψυχοθεραπεία) ν΄ αντέχει τον διαιωνιζόμενο και αμετάκλητα κανονιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών όρων που παράγουν ψυχικό πόνο, αλλά το πώς η αλλαγή του υποκειμένου είναι σε συγχρονία και σε διαλεκτική αλληλεπίδραση με την αμφισβήτηση αυτών των κοινωνικών συνθηκών που παράγουν ψυχικό πόνο. Γι΄ αυτό και είναι σημαντική η σύνδεση του «θεραπευτικού» με την γενικότερη πολιτική/κοινωνική/κινηματική διαδικασία. Με τρόπο που να αποφεύγεται, από τη μια, η αναγωγή του θεραπευτικού σε μια αποστειρωμένη τεχνικοεπιστημονική διαδικασία και, από την άλλη, η αφηρημένη πολιτικοποίηση του ψυχικού πόνου/αρρώστιας και της ψυχιατρικής γενικά. Το ζήτημα είναι, λοιπόν, πώς θα γίνει δυνατό να αναδειχτεί στην καθημερινή πρακτική η πολιτική διάσταση της αντίφασης που έχει καλυφθεί από τον τρόπο της πρόσληψης του ψυχικού πόνου από την κυρίαρχη ψυχιατρική.

Όταν μια προσφύγισα, με μια ζωή χτισμένη πάνω σ΄ ένα διαρκές βίωμα οδύνης, από τη χώρα προέλευσης μέχρις εδώ, όπου η μόνη στήριξη που βρίσκει είναι στην «κοινότητα των Προσφυγικών», μένει τελείως μόνη, κινδυνεύοντας να χάσει και τα δυο παιδιά της, κάνει διαδοχικές απόπειρες αυτοκτονίας (μετά τις οποίες ακολουθεί νοσηλεία), ακούστηκε, γι΄ αυτές τις απόπειρες, ο συνήθης στην ψυχιατρική όρος «χειριστικές», ότι δηλαδή, δεν το εννοούσε ακριβώς ότι πραγματικά σκόπευε να αυτοκτονήσει, αλλά ότι ήταν μια πράξη «δήθεν», για να πιέσει για λύση στο πρόβλημα. Αυτό που αδυνατεί να κατανοήσει ο κυρίαρχος ψυχιατρικός λόγος είναι ότι η ματαίωση και το αμετάκλητο αδιέξοδο που βιώνει ένα άτομο, που οι εμπειρίες της ζωής του το έχουν οδηγήσει σε σημείο να του έχει σβήσει η όποια «ελπίδα στο μέλλον» (που είναι ο «φέρων οργανισμός» της ανθρώπινης ύπαρξης), έτσι ώστε να «παύει πια το μέλλον να ανοίγεται ως μια προοπτική ζωής», όταν, δηλαδή, «το μέλλον κλείνει», τότε αυτός ο αβίωτος πόνος αναζητεί, και πιέζει για, διεξόδους έκφρασης, που σίγουρα μεταδίδουν το μήνυμα που εκπέμπεται από το αναπάντητο αίτημα, αλλά με τρόπο που το υποκείμενο «χάνει τον εαυτό του». Η απάντηση στο πρόβλημα δεν ήταν, όπως και εν προκειμένω αποδείχτηκε, το ψυχοφάρμακο, αλλά το γεγονός ότι η ψυχίατρος/θεραπεύτρια επικέντρωσε στην κοινωνική πηγή του προβλήματος, στη διαδικασία που θα οδηγούσε στην ανάληψη της επιμέλειας των παιδιών, πράγμα που έγινε με τη διαρκή συμμετοχή της στις νομικές/δικαστικές διαδικασίες μέχρις ότου έγινε κατορθωτή η ανάληψη της επιμέλειας. Και μετά από λίγο καιρό όχι μόνο δεν χρειαζόταν πια κανένα ψυχοφάρμακο, αλλά έγινε δυνατή και μια επανεκκίνηση για αναζήτηση νέων προοπτικών ζωής.

Στη λογική αυτής της ως άνω περιγραφόμενης εμπειρίας, με αυτόν τον ολιστικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα του «θεραπευτικού παράγοντα», η παρέμβαση των μελών της Πρωτοβουλίας (πάντα σε συνεργασία με μέλη της «κοινότητας») είχε να κάνει με την ψυχολογική στήριξη και την θεραπευτική φροντίδα (φαρμακευτική, ψυχοθεραπευτική κλπ) ατόμων που είχαν σχετική ανάγκη- από την εξασφάλιση, πχ, της χορήγησης της μηνιαίας ενέσιμης θεραπείας, όπου χρειαζόταν, μέχρι τις ενέργειες για την εξασφάλιση των όποιων κοινωνικών παροχών, επιδομάτων, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων κλπ, αλλά και την συνοδεία για κοινωνικοποίηση, την ένταξη σε κατάλληλα θεσμικά θεραπευτικά προγράμματα κλπ. Χωρίς αυτές τις παρεμβάσεις τα άτομα αυτά θα δυσκολεύονταν πολύ να έχουν την όποια παροχή φροντίδας από τις υπάρχουσες δημόσιες υπηρεσίες, ή και δεν θα είχαν καμιά δυνατότητα πρόσβασης σε αυτές, όπως συμβαίνει με πλήθος ατόμων σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα, που δεν έχουν την ευκαιρία να δέχονται την φροντίδα μιας «κοινότητας» που «νοιάζεται». Όταν για την πλειονότητα της κοινωνίας η απουσία κοινοτικών υπηρεσιών που να παρέχουν φροντίδα στον τόπο κατοικίας, σε συνδυασμό με την «περιστρεφόμενη πόρτα» των ψυχιατρικών υπηρεσιών, με τα γρήγορα εξιτήρια, χωρίς, για όλο και πιο πολλούς, καμιά μετανοσοκομειακή φροντίδα, είναι ο κανόνας, η συνεργασία της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ με την «Κοινότητα των Κατειλημμένων Προσφυγικών» έδωσε, και δίνει, για ορισμένα, έστω λίγα, άτομα τη λύση που η κυρίαρχη εξουσία όχι μόνο αδυνατεί αλλά και αρνείται να δώσει και δεν δίνει σε κανένα.

Προφανώς, σημαντικό ρόλο σε όλη αυτή τη διετή μας παρουσία και δράση στα Προσφυγικά έπαιξε η διαρκής επικοινωνία και οι συζητήσεις με την «ομάδα εργασίας» της «κοινότητας» και με άλλα μέλη της συνέλευσης, καθώς και γενικά με τους κατοίκους του χώρου, για αλληλοενημέρωση, ανταλλαγή απόψεων, ανάδειξη των προβλημάτων και των δυσκολιών της καθημερινότητας και των επιπτώσεών τους στην ψυχική υγεία, άνοιγμα ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τις ποικίλες εκδηλώσεις του ψυχικού πόνου και τις κοινωνικές του ρίζες και η αναζήτηση από κοινού απαντήσεων, όχι μόνο, υπό την στενή έννοια, «θεραπευτικών».

Η διετής αυτή εμπειρία στα Προσφυγικά μας κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρο τον, ούτως ή άλλως, σκανδαλώδη και άκρως εγκληματικό χαρακτήρα που έχει η άμεσα επαπειλούμενη βίαιη εκκένωση των Προσφυγικών για τους σκοπούς της «διπλής ανάπλασης» και του λεγόμενου «εξευγενισμού» προς όφελος γνωστών κερδοσκοπικών συμφερόντων και με κόστος (μηδαμινό για τα «ιδεώδη» και τους στόχους της κυρίαρχης εξουσίας) την κοινωνική εξόντωση των πολλών, είτε των κατοίκων των περιοχών που εκκενώνονται (όπως έγινε με τους πρόσφυγες στο καμπ Ελαιώνα που εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα πέραν του όποιου κοινωνικού ιστού), είτε, ευρύτερα, των κατοίκων μιας πόλης που μεταλλάσσεται όλο και πιο πολύ, σε όλο και μεγαλύτερη έκταση, σε άντρο κερδοσκοπίας, κοινωνικού κανιβαλισμού και, ταυτόχρονα, αισθητικής ασχήμιας.

Η πρόσφατη βίαιη αστυνομική εισβολή και οι συλλήψεις στα Προσφυγικά είναι προμήνυμα «αυτού που έρχεται».

Αν σκεφτεί κανείς τους ανθρώπους που ζουν εκεί, που βρήκαν τη φροντίδα και το «νοιάξιμο» που πουθενά αλλού δεν εύρισκαν και που χιλιάδες άλλοι και άλλες σαν αυτούς και αυτές στερούνται, τους ανθρώπους με ποικίλα, ενίοτε σοβαρά, προβλήματα ψυχικής υγείας, αυτούς και αυτές που είναι σε προγράμματα απεξάρτησης, τους πρόσφυγες και τις προσφύγισες…Πού θα τους πάνε; Εκεί που είναι όλοι και όλες, αυτοί και αυτές οι όλο και πιο πολλοί και πολλές, που η κυρίαρχη εξουσία παράγει ως κοινωνικά απορρίμματα : στην Αμυγδαλέζα τους πρόσφυγες, στο δρόμο τους ντόπιους. Και πολλούς/ές από αυτούς/ές στο θάνατο.

Αυτό που προέχει είναι η υπεράσπιση της «Κοινότητας των Προσφυγικών».

Δεν θα πάψουμε να διεκδικούμε, για όλους και όλες, επαρκή πρόσβαση στο σύστημα των υπηρεσιών με αξιοπρεπή υποδοχή και πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων τους, άμεση, χωρίς γραφειοκρατικά κωλύματα χορήγηση των όποιων κοινωνικών παροχών, εργασία, κατοικία, εισόδημα.

Αλλά ακόμα και η δική μας εναλλακτικού χαρακτήρα ψυχιατρική παρέμβαση, μπόρεσε να κάνει ό,τι έκανε μόνο σε συμπόρευση με την εκεί «Κοινότητα». Και μπορεί να έχει το έδαφος πάνω στο οποίο να μπορεί να πατήσει, για να μπορεί «να πράττει» (και έμπρακτα να διεκδικεί) και όχι, απλώς, «να λέει», μόνο στη βάση του αγώνα για την υπεράσπιση της «Κοινότητας των Κατειλημμένων Προσφυγικών».




ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου