Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Παρέμβαση στη Διεθνή Συνάντηση της Τεργέστης, 23-26/9/2019




«ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ» ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΘΗΛΩΣΕΙΣ» ΚΑΙ «ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ»

Όταν μιλάμε για λειτουργία μιας ψυχιατρικής μονάδας, και ιδιαίτερα μιας μονάδας εισαγωγών, με «ανοιχτές πόρτες και χωρίς μηχανικές καθηλώσεις και απομονώσεις» αναφερόμαστε στην αποδόμηση και το ξεπέρασμα των πιο ορατών και περιοριστικών μορφών του εγκλεισμού, ως μια πρώτη στιγμή έμπρακτης, και όχι στα λόγια, αμφισβήτησης της κυρίαρχης ψυχιατρικής.

Γιατί, φυσικά, η “κλειστή” ή “ανοιχτή πόρτα” δεν υπάρχει μόνο στην φυσική της μορφή, αλλά και στα “μυαλά”, στην νοοτροπία, την κουλτούρα. Είναι οι αντιλήψεις, που καλλιεργούν στάσεις, που περιχαρακώνουν και περιθωριοποιούν το πάσχων υποκείμενο μέσα στην κοινότητα. Που υψώνουν κριτήρια συμπερίληψης ή αποκλεισμού. Που λειτουργούν με νέες κατηγοριοποιήσεις, όχι μόνο αυτές των κλινικών ταξινομητικών συστημάτων, αλλά και στο εσωτερικό των πρακτικών της ίδιας της Αποκατάστασης.

Η “κλειστή” ή “ανοιχτή πόρτα” δεν έχει να κάνει μόνο με τις μικρο-κοινωνικές δυναμικές στο εσωτερικό ενός τμήματος. Έχει να κάνει με την κοινωνική αποστολή και το περιεχόμενο της ψυχιατρικής πράξης συνολικά. Έχει να κάνει με το καίριο ζήτημα της εξουσίας ανάμεσα σ΄ αυτόν που του έχει ανατεθεί η διαχείριση της ψυχικής οδύνης και σ΄ αυτόν που την υφίσταται - μια σχέση που αποτελεί συστατικό στοιχείο της θεραπευτικής πράξης και των όποιων τεχνικών μέσω των οποίων ασκείται. 
 
Από την στιγμή που οι μοντέρνες, “ανοιχτές” κοινοτικές υπηρεσίες στηρίζονται στις πλάτες του ψυχιατρείου, η “κλειστή πόρτα” αφορά και αυτές, διαπερνά την δική τους λειτουργία, ακυρώνει και την δική τους θεραπευτικότητα, γιατί αποτελεί, έστω και υπονοούμενο, μέρος της θεραπευτικής συλλογιστικής τους για οποιοδήποτε περιστατικό. 
 
Την ίδια στιγμή, θεωρούσαμε πάντα την μηχανική καθήλωση ως μια κορυφαία στιγμή της διαδικασίας ακύρωσης του προσώπου του πάσχοντος υποκειμένου από την κυρίαρχη ψυχιατρική. Μια πρακτική που αντανακλά την θεωρητική και θεραπευτική της φτώχια και την ανικανότητά της ν΄ αντιμετωπίσει, σε ισότιμη βάση, τον ψυχικά πάσχοντα ως υποκείμενο, ως ένα ανθρώπινο όν στην υπαρξιακή και κοινωνική του ολότητα, φορέα πολύπλοκων αναγκών, αλλά και δικαιωμάτων που πρέπει να γίνονται σεβαστά όπως όλων. 
 
Το πρόβλημα δεν έγκειται, απλώς, στις «παρενέργειες» της «μεθόδου», δηλαδή, στο γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πεθάνει, και εξακολουθούν να πεθαίνουν, εξαιτίας της μηχανικής καθήλωσης, Ούτε είναι, απλώς, ζήτημα «σωστής εφαρμογής» της «μεθόδου», με την τήρηση πρωτοκόλλου, που θα ρυθμίζει τη χρήση της και θα επιτρέπει την εφαρμογή της μόνο σε «καταστάσεις ανάγκης». Η κυριότερη παρενέργεια της είναι η ίδια η ενέργειά της, ή ίδια η δράση της, η ίδια η εφαρμογή της, ως τρόπος, ως πρακτική αντιμετώπισης μιας δύσκολης κατάστασης στη σχέση με τον «άλλο». 
 
Αυτό που συνιστά την πρακτική του εγκλεισμού, στον πυρήνα της, είναι η αντίληψη της προστασίας κυρίως ως φύλαξης και της θεραπείας συνήθως συνυφασμένης με τη στέρηση της ελευθερίας. Σε κάθε διαδικασία πραγματικού (και όχι εξωραϊστικού) μετασχηματισμού, το στοιχείο της προστασίας πρέπει να διατηρηθεί, αλλά απεγκλωβισμένο από τον όποιο κατασταλτικό χαρακτήρα και υπό ριζικά διαφορετικούς όρους : να παρέχεται, δηλαδή, σε συνάρτηση με την ελευθερία του υποκειμένου (μέσα από μια σχέση ισότιμου διαλόγου και διαπραγμάτευσης μαζί του). Μια ελευθερία, όμως, που δεν θα ισοδυναμεί με εγκατάλειψη, αλλά θα τυγχάνει της ολόπλευρης στήριξης και συνοδείας του υποκειμένου στην κοινότητα. Αγνόηση του στοιχείου της προστασίας σημαίνει λογικές απονοσοκομειοποίησης, δηλαδή, «καταργησιακού» χαρακτήρα και όχι «ξεπέρασμα» του ιδρυματικού θεσμού προς ένα εναλλακτικό και ολοκληρωμένο (comprehensive) σύστημα υπηρεσιών, βασισμένο στην κοινότητα. 
 
Αν τα ως άνω στοιχεία δεν ληφθούν, στην ολότητά τους, σοβαρά υπόψιν, τότε η κουλτούρα και οι πρακτικές του εγκλεισμού μεταφέρονται αυτούσιες στις ψυχιατρικές κλινικές των γενικών νοσοκομείων, όπως έχει δείξει περίτρανα η σχετική εμπειρία στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη.

Ήταν μια περίοδος στην Ελλάδα που βρισκόταν σε εξέλιξη (από το 2000) ένα δεκαετές πρόγραμμα για την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», συγχρηματοδοτούμενο, όπως πάντα, από την ΕΕ που είχε ως στόχο το κλείσιμο των πέντε πιο μικρών ψυχιατρείων μέχρι το 2006 και των τριών μεγαλύτερων μέχρι το 2015. Καθώς η συντριπτική πλειονότητα της ψυχιατρικής κοινότητας στην Ελλάδα ούτε διεκδίκησε. ούτε κινήθηκε ποτέ πέρα από ένα πεδίο που κυμαινόταν από την πρόσδεση σ΄ έναν αμετάκλητο παλαιο-ιδρυματισμό μέχρι, το πολύ, σε μιαν επίπλαστη, απλώς λεκτική υιοθέτηση της κουλτούρας και των πρακτικών που τον αμφισβητούσαν (έναν, δηλαδή, νεο-ιδρυματισμό), το αποτέλεσμα ήταν το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα να αναχθεί σε απλή μεταστέγαση των ασθενών χρόνιας παραμονής στα ψυχιατρεία σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές (που μεγάλο μέρος τους παραχωρήθηκε σε ΜΚΟ), χωρίς ποτέ να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο και κοινοτικά βασισμένο σύστημα υπηρεσιών. Με ελάχιστα και υπολειτουργούντα ΚΨΥ και Κινητές Μονάδες με κατ΄ εφαπτομένην στο σύστημα ρόλο, χωρίς, ποτέ, καμιά τομεοποίηση των υπηρεσιών και με το 65% των εισαγωγών για νοσηλεία να είναι ακούσιες (με εντολή εισαγγελέα και εκτέλεση από την αστυνομία με χειροπέδες). Με συλλόγους, κινήσεις κλπ, χρηστών και οικογενειών, όλο και πιο αδύναμες όσο περνάει ο καιρός – συχνά χρησιμοποιούμενες, από την κυρίαρχη εξουσία, ως ξέπλυμα προαποφασισμένων, εξουσιαστικών διαδικασιών στο Υπουργείο κλπ, αλλά και ως η «έξωθεν καλή μαρτυρία» διαφόρων νεο-ιδρυματικών ΜΚΟ κλπ.

Ήταν μέσα σ΄ ένα τέτοιο υπό διαμόρφωση πλαίσιο, που ξεκίνησε το 2004, η λειτουργία του 9ου ΨΤΕ στο ΨΝΑ, ταυτόχρονα με την επιδίωξη ίδρυσης και λειτουργίας ενός κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας, του οποίου η λειτουργία ξεκίνησε στα τέλη του 2006. Είχε προηγηθεί μια διαδικασία αποιδρυματοποίησης στο εσωτερικό του ΨΝΑ, με το κλείσιμο μιας πτέρυγας χρόνιας παραμονής, με τη μετάβαση των εγκλείστων σε εξωνοσοκομειακές στεγαστικές δομές.

Έγινε, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του 9ου ΨΤΕ, και για αρκετά μεγάλη περίοδο, μια μεγάλη προσπάθεια από την θεραπευτική του ομάδα για την κατάργηση των μηχανικών καθηλώσεων με ταυτόχρονη διατήρηση ανοιχτής της πόρτας από το πρωί μέχρι το βράδυ. Επρόκειτο για ένα «τμήμα εισαγωγών» με κατά μέσον όρο 30-35 νοσηλευόμενους, με συνολικό νοσηλευτικό προσωπικό αρχικά 17 και βαθμιαία να φτάνει τα 13 άτομα. Είναι σαφές ότι οι αναλογίες αριθμού κλινών (νοσηλευομένων) με αυτόν του προσωπικού, ιδιαίτερα του νοσηλευτικού, ήταν σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που απαιτείται προκειμένου να διατίθεται η ποσοτική παράμετρος που μια πρακτική πλήρους κατάργησης των καθηλώσεων απαιτεί (πέρα από τον πρωτεύοντα χαρακτήρα της ποιοτικής παραμέτρου που συνίσταται στην υιοθέτηση μιας πολιτικής, μια θεραπευτικής «σκέψης και πράξης» κατά των καθηλώσεων). Όντας το μοναδικό «τμήμα εισαγωγών» στο ΨΝΑ (και σε εθνική κλίμακα) που λειτουργούσε μ΄ αυτό τον τρόπο, είναι επόμενο ότι σηματοδοτούσε μιαν οιωνεί ορατή παραφωνία (το «διαρκές ρίσκο», το «κατ΄ εξακολούθησιν πρόβλημα», το «μη κανονικό» μέσα στον κατ΄ εξοχήν χώρο της «μη κανονικότητας»), λαμβάνοντας και τις ανάλογες απαντήσεις και στάσεις από όλες τις βαθμίδες των κατεστημένων εξουσιών εντός του ψυχιατρείου. Λειτουργούσε, δηλαδή, στη βάση μιας συνθήκης, όχι αποδοχής, αλλά από ανοιχτά εχθρικής και υπονομευτικής έως απλώς ανοχής (που αντανακλώνταν, ως είναι φυσικό, και στο εσωτερικό της θεραπευτικής ομάδας), με επικρεμάμενη την απόδοση ευθυνών για «ό, τι συμβεί» σε αυτούς που είχαν την πρωτοβουλία να λειτουργεί το τμήμα μ΄ αυτό τον τρόπο.
Κρίσιμα σημεία για την επιτυχία του εγχειρήματος ήταν, κατ΄ αρχήν, η διασύνδεσή του με το Κέντρο Ψυχικής Υγείας, η επιδίωξη της λειτουργίας τους με τομεοποιημένη βάση και οπωσδήποτε ο ενιαίος και διασυνδεδεμένος χαρακτήρας στη βάση του οποίου λειτουργούσε η θεραπευτική ομάδα στις διασυνδεδεμένες μονάδες.

Το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία του ΚΨΥ ήταν ότι, με δεδομένη την κατάσταση στην Ελλάδα στο χώρο της ψυχικής υγείας, το στοίχημα θα έπρεπε να είναι όχι η ίδρυση μιας ακόμα κοινοτικής μονάδας, σε μια λογική παράλληλης και αποκομμένης λειτουργίας, που θα άφηνε άθικτους τους θεσμούς του σκληρού ιδρυματισμού, αλλά μια κοινοτική μονάδα που θα ήταν καθεαυτή μια στιγμή, ένα εργαλείο και ένα προϊόν της υπέρβασης αυτών ακριβώς των θεσμών και των πρακτικών που αναπόσπαστο μέρος τους είναι οι δομές του σκληρού ιδρυματισμού. Ο,τι, δηλαδή, δεν θα αναπαρήγαγε το γνωστό μοντέλο οργάνωσης ‘κοινοτικών’ μονάδων τύπου ‘εξωτερικού ιατρείου’, που διαιωνίζουν την ανάγκη (και λειτουργούν στην υπηρεσία) του ψυχιατρείου (και της νοσοκομειακής νοσηλείας) αντί για την υπέρβασή τους. Το ζητούμενο, εν προκειμένω, επρόκειτο να είναι η εναλλακτική απάντηση, πρωτίστως, στο πλήρες φάσμα των αναγκών του πληθυσμού μιας ορισμένης περιοχής. 
 
Η διασυνδεδεμένη λειτουργία ψυχιατρικού τμήματος και ΚΨΥ θα έπρεπε, επομένως, να είναι σε τομεοποιημένη βάση, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο σε μια χώρα όπου δεν υπήρξε ποτέ, πλην μόνο στα χαρτιά, τομεοποίηση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ύστερα από έντονη διαπραγμάτευση έγινε δεκτό ότι όλοι όσοι θα εισάγονταν στο εξής στο ΨΝΑ και είναι κάτοικοι των περιοχών που, στον μηδέποτε εφαρμοσθέντα σχεδιασμό της τομεοποίησης, φαίνονταν ν΄ ανήκουν στον συγκεκριμένο τομέα αναφοράς, θα νοσηλεύονταν στο εξής στο 9οΨΤΕ, έτσι ώστε, εν συνεχεία, να μπορούν να παρακολουθούνται και να στηρίζονται από το ΚΨΥ. 

Στο καταστατικό λειτουργίας του τμήματος αυτού περιλαμβάνονταν ορισμένα κομβικής σημασίας σημεία, τα οποία αποτελούν τους άξονες που διαπερνούν, το έδαφος πάνω στο οποίο βασίζεται η λειτουργία με «ανοικτές πόρτες και χωρίς καθηλώσεις», το είδος, δηλαδή, των σχέσεων που συγκροτούν και είναι συνυφασμένες με αυτή τη λειτουργία.

Ένα πρώτο σημείο ήταν η αναγνώριση της ανάγκης να λαμβάνεται υπόψιν η απόσπαση του προσώπου από το ιδιαίτερό του πλαίσιο και ο κίνδυνος της υπαγωγής του στην κυρίαρχη λογική της υπέρμετρης ιατρικοποίησης του προβλήματος. 

Κι΄ ακόμα, ότι πρέπει να αποφεύγεται η άκριτη υποταγή/συμμόρφωση του ασθενή στους κανόνες του τμήματος, μέσω της υπαγωγής των (ιδιαίτερων και συγκεκριμένων) αναγκών των προσώπων σ΄ αυτούς τους (γενικούς και αφηρημένους) κανόνες. Κανόνες άκαμπτους, δομημένους στη λογική της επικινδυνότητας και του ελέγχου, της πειθαρχημένης διαβίωσης, της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας, βάσει των οποίων είναι οργανωμένες οι μονάδες ψυχιατρικής νοσηλείας (αλλά, συχνά, και πολλές στεγαστικές δομές), σχεδόν πάντα τραυματικούς για την αυτοεκτίμηση του νοσηλευομένου. Ακόμα και στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του τμήματος πρέπει να δίνεται προσοχή, με αποφυγή κάγκελων, πλεγμάτων κλπ.

Σημαντικές στιγμές τονίζονταν ότι είναι αυτή της υποδοχής ενός νέου ασθενή στο τμήμα, όπως και γενικά η προσέγγισή του (πριν και ανεξαρτήτως της όποιας ιατρικής εξέτασης) προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια σχέση αμοιβαίας γνωριμίας μαζί του, η ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης, η προσβασιμότητα και η διαθεσιμότητα του προσωπικού ν΄ ακούει, ν΄ απαντά σε ανάγκες, επιθυμίες κλπ, η απεύθυνση, από τη μεριά του προσωπικού, με σεβασμό στο πρόσωπό του - και, φυσικά, ο σεβασμός στα δικαιώματά του, στους κοινωνικούς του ρόλους (οικογενειακούς, εργασιακούς κλπ). 

Συμπερασματικά, αυτό που είναι κρίσιμης σημασίας είναι η προσαρμογή της λειτουργίας μας (του θεσμού) στις ιδιαίτερες ανάγκες των νοσηλευομένων (αντί για το αντίθετο). 

Σε μια «κουλτούρα και πράξη» σ΄ αυτή την κατεύθυνση, η ενίσχυση και αναβάθμιση του ρόλου του νοσηλευτικού προσωπικού είναι στρατηγικής σημασίας, όπως και η ουσιαστική λειτουργία μιας πιο οριζόντιας ιεραρχίας, που συνεπάγεται περισσότερη συμμετοχή όλων των ειδικοτήτων στη λήψη αποφάσεων και επαναπροσδιορισμό των κατεστημένων ρόλων. 

Όπως προαναφέρθηκε, το εχθρικό κλίμα μέσα στο οποίο λειτούργησε αυτή η εμπειρία, παρά τα επιτυχή αποτελέσματά της, συνετέλεσε μετά από ορισμένα χρόνια, σε συνάρτηση και αλληλεπίδραση με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων στην Ελλάδα, στο κλείσιμο του κύκλου της.

Ίσως το πιο ανησυχητικό σημείο του εκσυγχρονισμένου στη όψη, αλλά άκρως κατασταλτικού ψυχιατρικού κυκλώματος στην Ελλάδα, είναι ότι δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση «από τα μέσα», κανένα εγχείρημα, καμιά αμφισβήτηση του νεο-ιδρυματικού οικοδομήματος. Οι μηχανικές καθηλώσεις, ο μονόδρομος του ψυχοφάρμακου και η «περιστρεφόμενη πόρτα», είναι οι αυτονόητες και αδιαμφισβήτητες «θεραπευτικές» μέθοδοι. Ενα διάχυτα εχθρικό κλίμα στην όποια νύξη για τομεοποίηση των υπηρεσιών, άνοιγμα στην κοινότητα, αμφισβήτηση των μηχανικών καθηλώσεων. Οι ψυχιατρικές μονάδες δραματικά υποστελεχωμένες λόγω της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων, οι ακούσιες νοσηλείες σε αμετακίνητες στα υψηλά τους ποσοστά, όλες οι μονάδες νοσηλείας γεμάτες ράντζα (συμβαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές ψυχιατρείων ή γενικών νοσοκομείων, πλάι στις είκοσι κανονικές τους κλίνες και προστίθενται μέχρι, ενίοτε, και 30 ράντζα για να καλύψουν τις ανάγκες). Την περίοδο του 2014-15 η τότε κυβέρνηση επιχειρούσε να κλείσει τα τρία εναπομείναντα ψυχιατρεία με βίαιο τρόπο, μέσα σε λίγους μήνες χωρίς να υπάρχουν καθόλου εναλλακτικές υπηρεσίες, κοινοτικές κλπ, που θα τα αντικαθιστούσαν. Όταν ανέλαβε η κυβέρνηση της λεγόμενης «αριστεράς» από 2015, το κλείσιμο αυτό αναβλήθηκε, αλλά καμιά κοινοτική υπηρεσία δεν δημιουργήθηκε. Είχαμε για τέσσερα χρόνια απλώς λεκτικές αναφορές στην ανάγκη «ολοκλήρωσης της μεταρρύθμισης» (αυτής που δεν έγινε ποτέ) και ασκήσεις επί χάρτου με διάφορους σχεδιασμούς τομεοποίησης (γιγαντο-τομείς των 300 και 400.00 κατοίκων) που, έστω και αυτοί, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.

Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με την παγίωση και λειτουργία αυτού που έχει ονομαστεί «εκσυγχρονισμός του κυρίαρχου ψυχιατρικού παραδείγματος», ο οποίος συνίσταται στην ενσωμάτωση και αφομοίωση, στις κρατούσες εξουσιαστικές πρακτικές, ενός μέρους των αντίθετων και ριζικά εναλλακτικών απόψεων, με την ανοιχτή ή λαθραία αλλοίωση του αυθεντικού περιεχομένου τους. Χωρίς ποτέ, φυσικά, να πάψει ποτέ να πατάει πάνω στο έδαφος, να συμμαχεί και να ενσωματώνει στις γραμμές της, τις «παρωχημένες» πρακτικές, που, από τον «κριτική» στάση απέναντί τους, υποτίθεται ότι αντλεί την νομιμοποίησή της. Μια, φυσικά, άκρως επίπλαστη, ψευδοκριτική στάση. 

Αυτό φάνηκε στην αντιμετώπιση που είχαν κάποιες υποτίθεται εκσυγχρονιστικές απόπειρες της κυβερνητικής «αριστεράς», που δε πρόλαβαν να υλοποιηθούν λόγω των πρόσφατων εκλογών και της κυβερνητικής αλλαγής. Η μια αφορούσε την εισαγωγή της «υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα», ένα γνωστό, νεοφιλελεύθερης κοπής μέτρο διάχυσης της καταστολής μέσα στην κοινότητα, ως της μόνης απάντησης που μπορούσε να συλλάβουν η κυρίαρχη ψυχιατρική κοινότητα στην Ελλάδα και οι κυβερνώντες για την μείωση των ακούσιων νοσηλειών και διαχείρισης του προβλήματος των ράντζων. Στο ίδιο νομοσχέδιο εισήγαγαν και μια διάταξη που πρόβλεπε την εκτέλεση των ακούσιων νοσηλειών όχι αποκλειστικά από την αστυνομία, αλλά και με την συμμετοχή του ΕΚΑΒ και «ειδικά διαμορφωμένα» ασθενοφόρα. Δεν διευκρίνισαν ποτέ τι εννοούσαν ως «ειδική διαμόρφωση» των ασθενοφόρων. Και είναι χαρακτηριστικά τα σχόλια που ακούστηκαν από την πανεπιστημιακή ψυχιατρική κοινότητα ως προς το δεύτερο, στη δημόσια διαβούλευση του νομοσχέδιου, ότι η εκτέλεση των ακούσιων νοσηλειών από την αστυνομία δεν πρέπει ν΄ αλλάξει γιατί «ο παρανοϊκός ασθενής πρέπει να βλέπει τον αστυνομικό για να φοβάται» (Παύλος Σακκάς). Ενώ, ταυτόχρονα, «εκσυγχρονιστικές και καινοτόμες» ΜΚΟ τάχτηκαν ανοιχτά υπέρ της υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα, με την συμβουλή να εισαχθεί βαθμιαία και όχι απότομα!!! (Στ. Στυλιανίδης, ΕΠΑΨΥ κ.α).

Όλα αυτά, μέσα σε μια εποχή βαθιάς κρίσης, οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής, με στροφή στον συντηρητισμό και άνοδο των ποικίλων ακροδεξιών, ρατσιστικών μορφωμάτων στη μια χώρα μετά την άλλη, με διάχυτες τις ποικίλες εκδηλώσεις μιας κοινωνικής απελπισίας και με ταυτόχρονη την κρίση των προοπτικών μιας ορατής εναλλακτικής διεξόδου, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά ριζοσπαστικοί στην πρακτική κριτική μας απέναντι στην κυρίαρχη ψυχιατρική, να γυρίσουμε στις ρίζες - και οι ρίζες είναι η παράδοση του Μπαζάλια και της ιταλικής Δημοκρατικής Ψυχιατρικής, αλλά και άλλων συγγενών ρευμάτων (Δίκτυο Φωνών κλπ).

Γιατί η θεραπευτική διάσταση, όπως τόνιζε ο Μπαζάλια έχει ένα τεχνικό και ένα πολιτικό στοιχείο. Είναι μεγάλη αυταπάτη, όπως έδειξε η εμπειρία μας στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, να δούμε τους μετασχηματισμούς στην ψυχική υγεία ως απλή διάδοση των νέων, «καλών πρακτικών». Η απορρόφηση της πολιτικής από το τεχνικό στοιχείο οδηγεί στην ατροφία, στον ακρωτηριασμό της κριτικής, στην υπονόμευση της θεραπευτικότητας. Στην αναπαραγωγή, δηλαδή, του παλιού «παραδείγματος» με νέα μορφή, έτσι ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό στις νέες ανάγκες του συστήματος για κοινωνικό έλεγχο.

Σίγουρα η κατάσταση που επικρατεί και όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, είναι γεμάτη παγίδες για τους λειτουργούς, ιδιαίτερα για όσους πασχίζουν για την οργάνωση υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην βάση μιας ποιότητας, με σεβασμό και ενδιαφέρον για τον ψυχικά πάσχοντα. Θεωρούμε ότι ο λειτουργός ψυχικής υγείας, ενώ θα πρέπει να επιδιώκει να αποσπάσει το μάξιμουμ δυνατό για το θεραπευτικό και κοινωνικό συμφέρον των θεραπευομένων, δεν θα πρέπει, ωστόσο, να συμμετέχει στην αναπαραγωγή αυταπατών, ανάγοντας τις πρακτικές του, όσο «καλές» και αν τυχαίνει να είναι, σε πανάκεια που λύνει τα προβλήματα, αλλά, κατανοώντας την περιορισμένη εμβέλεια και της πιο «καλής πρακτικής», να κρατάει την αντίφαση ανοιχτή, να δυναμώνει την κριτική του στάση και να διεκδικεί. Γιατί, ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρη και πιο κρίσιμης σημασίας για την αβίωτη κατάσταση που βιώνουμε διεθνώς, η ρήση του Μπαζάλια ότι «η πολιτικοποίηση της πράξης μας είναι ακόμη η μόνη θεραπευτική πράξη, που μπορεί να συλληφθεί και που συμπίπτει με την αποκάλυψη - σε όλα τα επίπεδα της κοινότητας- των πιο σοβαρών, κρυμμένων αντιφάσεων του συστήματός μας».

25/9/2019
 




Θ. Μεγαλοοικονόμου
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου