Το υπό «διαβούλευση» προεδρικό διάταγμα για
την ένταξη του ψυχιατρείου κρατουμένων Κορυδαλλού (ΨΚΚ) στο ΕΣΥ, που πλασάρεται
ως αναβάθμιση των παρεχόμενων από αυτό «υπηρεσιών», φαίνεται να περνάει και
αυτό, όπως πολλά άλλα, ενώ μέσω του ορυμαγδού των εγχώριων και των διεθνών
πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων, χωρίς να γίνεται αντικείμενο της δέουσας
προσοχής, χωρίς καμιά συζήτηση. Προβάλλεται σαν μια βελτιωτική ρύθμιση, ενώ,
στην πραγματικότητα, προωθεί την θέσμιση ενός νέου κατασταλτικού βραχίονα του
κράτους, που προετοιμάζεται εδώ και αρκετό καιρό. Με την επιστημονική διεύθυνση
να ανατίθεται στο ψυχιατροδικαστικό τμήμα της Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής
Κλινικής του Αττικού νοσοκομείου.
Η τελευταία φορά που είχα επισκεφθεί αυτό το
χώρο, ύστερα από αίτημα κρατούμενου ασθενούς, ήταν το 2014. Και αυτή τη φορά,
όπως όλες τις προηγούμενες, δεν μου επιτράπηκε ν΄ ανέβω τη σκάλα που οδηγούσε
στο χώρο όπου «νοσηλεύονταν», σε συνθήκες διπλού ή και τριπλού εγκλεισμού,
δεκάδες κρατούμενοι με προβλήματα ψυχικής υγείας. Η συνομιλία με τον ασθενή
έπρεπε πάντα να γίνεται στο ισόγειο, σ΄ ένα χώρο που έσταζε λίγδα. Η μόνη
διαφορά, σε σχέση με τις επισκέψεις μου τα προηγούμενα χρόνια, ήταν ότι, σ΄ αυτό
το ισόγειο, ο διάδρομος ήταν τώρα φρεσκοβαμμένος και πίσω από τις πόρτες
υπήρχαν γραφεία, φαρμακείο κλπ. Σ΄ ένα από τα γραφεία που μας παραχωρήθηκε για
να γίνει η συνομιλία, υπήρχαν ιατρικοί φάκελοι, σε ράφια στον τοίχο, τους
οποίους τηρούσε, ήδη από τότε, η εν λόγω ψυχιατροδικαστική ομάδα.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι δεν θα
έπρεπε να υπάρχει «ψυχιατρείο φυλακών» (ο ένας εγκλεισμός μέσα στον
άλλο) και επομένως, το εν λόγω διάταγμα δεν θα έπρεπε να αποβλέπει στην
βελτίωση του υπάρχοντος, αλλά στην κατάργησή του. Οι κρατούμενοι έχουν (θα
έπρεπε να έχουν), όπως όλοι, το αναφαίρετο δικαίωμα στην υγεία (και στην ψυχική υγεία) και στην αντιμετώπιση των
όποιων σχετικών αναγκών προκύπτουν στις κατάλληλες υγειονομικές υπηρεσίες
(νοσοκομεία κλπ), ενώ, ταυτόχρονα, θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα για
παρέμβαση εντός των φυλακών των όποιων
εκάστοτε αναγκαίων υπηρεσιών.
Εν προκειμένω, βέβαια, παίζει ρόλο και η
ανάγκη των κρατούντων να κάνουν οικονομία σε προσωπικό, καθώς για έναν
κρατούμενο νοσηλευόμενο σε δημόσιο νοσοκομείο χρειάζονται 6 φύλακες ημερησίως
(δυο ανά βάρδια). Συνήθως πρόκειται για γυναίκες, γιατί το ΨΚΚ είναι μέρος του
τμήματος ανδρών των φυλακών και δεν είχε ποτέ χώρο για γυναίκες κρατούμενες με
πρόβλημα ψυχικής υγείας. Μια άλλη παρενέργεια της νοσηλείας, υπό φύλαξη,
κρατουμένων σε δημόσια νοσοκομεία, είναι ότι οι φύλακες προσπαθούν να
επιβάλλουν εκεί όρους καθαυτό φυλακής : απαιτούν συχνά να καθηλώνεται μηχανικά
ο φρουρούμενος ασθενής και να κλείνουν πόρτες και παράθυρα, επιδρούν άσχημα
απέναντι σε άλλους νοσηλευόμενους, συχνά απαιτούν να είναι παρόντες κατά
την εξέταση του ασθενή από τον ψυχίατρο
στο γραφείο κλπ. Και πάντα με την κάλυψη της ιεραρχίας τους. Είναι αυτές οι
δυσλειτουργικές καταστάσεις που θα έπρεπε να τύχουν αντιμετώπισης και όχι να
στερείται από τους κρατούμενους το δικαίωμα στην κατά το δυνατόν πιο αξιοπρεπή
φροντίδα στο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Από την άλλη, η ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ προβάλλεται,
από πολλές πλευρές, ως αναγκαία προκειμένου ν΄ αντιμετωπιστούν και ν΄ αποδυναμωθούν
τα κατεστημένα παρακυκλώματα εντός των φυλακών, που δρουν και αποφασίζουν, με
το αζημίωτο φυσικά, πώς θα λειτουργεί η φυλακή και πώς θα εκτίεται η ποινή του
καθενός ανάλογα με την κοινωνική του θέση και το χρήμα που διαθέτει. Η άποψη
αυτή, εκτός πολλών άλλων, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι τα μέσα και οι τρόποι της
όποιας επιδιωκόμενης αντιμετώπισης των παρακυκλωμάτων (που, σ΄ αυτό το
σωφρονιστικό σύστημα, ποτέ δεν θα εκλείψουν, αλλά, απλώς, πιθανόν ν΄ αλλάξουν
μορφή) μπορεί να καλλιεργούν το έδαφος για το ρίζωμα μιας άλλης διαχείρισης και
χειραγώγησης του εν λόγω «χώρου», μέσω της προώθησης μιας «βιομηχανίας της
πραγματονωμοσύνης» - μεταξύ των άλλων και μέσω μιας «προκλητής ζήτησης».
Μια «βιομηχανία» που είδαμε ν΄ ανθίζει στα
ιταλικά «δικαστικά ψυχιατρεία» OPG)
τα οποία, πέρα από τις άθλιες και κατασταλτικές συνθήκες στη βάση των οποίων
λειτουργούσαν, ήταν και προνομιακό πεδίο για μέλη της μαφίας τα οποία, μ΄ ένα
ψυχιατρικό πιστοποιητικό, απαλλάσσονταν, λόγω υποτιθέμενου «ακαταλόγιστου», από
τις ποινικές συνέπειες του εγκλήματος που είχαν διαπράξει, για να βγουν σε
σύντομο χρονικό διάστημα από το OPG,
ως αναρρώσαντες «ψυχικά ασθενείς». Τα «δικαστικά ψυχιατρεία» στην Ιταλία,
υποτίθεται ότι έκλεισαν πριν δυο χρόνια, ωστόσο, κατά τα φαινόμενα, όπως συμβαίνει
με όλες τις «μεταρρυθμίσεις» στη σημερινή Ευρώπη, οι πρακτικές που ασκούσαν,
έχουν, ως επί το πλείστον, μεταφερθεί στις μικρότερες δομές που δημιουργήθηκαν για
να τα αντικαταστήσουν, ενώ, κάποια από αυτά, εξακολουθούν να παραμένουν.
Ανεξαρτήτως, όμως, όλων αυτών, η
ψυχιατροδικαστική (στην οποία
ανατίθεται η επιστημονική διεύθυνση του ΨΚΚ) δεν έχει καμιά δουλειά με τα
προβλήματα ψυχικής υγείας των κρατουμένων. Στο βαθμό που τα προβλήματα
αυτά δεν έχουν σχέση με την τέλεση του αδικήματος για το οποίο κρατούνται, δεν
εισέρχονται στο πεδίο της ψυχιατροδικαστικής, αλλά της ψυχιατρικής, της
ψυχολογίας, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Η ψυχιατροδικαστική έχει ρόλο (αυτόν
τουλάχιστον στη βάση του οποίου έχει συγκροτηθεί και, εν πολλοίς, «κατασκευαστεί») μόνο
από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα πραγματογνωμοσύνης σχετικά με το αν, και σε
ποιο βαθμό, μια ψυχική διαταραχή συνετέλεσε στην καθαυτό τέλεση ενός αδικήματος
(με όλη τη συζήτηση που εν προκειμένω προκύπτει για μη καταλογισμό, μερικό
καταλογισμό κλπ).
Εδώ και πολύ καιρό επιχειρείται, ωστόσο, να
λειτουργήσει η ψυχιατροδικαστική, μέσα από την βαθμιαία της διείσδυση στην
διαχείριση του ΨΚΚ, ως ο συνεκτικός δεσμός/δίαυλος ανάμεσα στο σωφρονιστικό
σύστημα και τον ψυχιατρικό θεσμό. Από τη στιγμή που η ψυχιατροδικαστική
επιχειρεί να θέσει υπό την δικαιοδοσία της όλο το φάσμα της παραβατικότητας,
τότε ανοίγονται διαδρομές εγκληματοποίησης της ψυχικής οδύνης (κατ΄
αντιστοιχίαν της ποινικοποίησης της φτώχειας) και νεο-λομπροζιανών προσεγγίσεων
στην αντιμετώπιση της εκάστοτε οριζόμενης ως παραβατικής/εγκληματικής
συμπεριφοράς.
Αποτελεί, άλλωστε, μια διεθνή τάση, στην
εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με το βίαιο κλείσιμο των
ψυχιατρείων, την απουσία/κατάρρευση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και του «προνοιακού
κράτους» και με την αναδιάταξη των χώρων του κοινωνικού αποκλεισμού και του
εγκλεισμού που επιτελείται, ένας μεγάλος αριθμός ψυχικά πασχόντων ν΄ αποτελούν,
πλέον, κρατούμενους στις φυλακές - ένα τεράστιο ποσοστό του (υπερ)πληθυσμού των
οποίων (με πρωτοπορία, εν προκειμένω, τις ΗΠΑ) είναι, τα τελευταία χρόνια,
άτομα με ψυχιατρική εμπειρία.
Το προεδρικό διάταγμα για την ένταξη του ΨΚΚ
στο ΕΣΥ θα μπορούσε, κατ΄ αρχήν, να χαρακτηριστεί σαν ένας φραστικός
καλλωπισμός της υπάρχουσας και αμετάκλητα κατασταλτικής και απανθρωποποιητικής
συνθήκης υπό την οποία δομείται και λειτουργεί το ΨΚΚ.
Μιλούν για 190 ανδρικές κλίνες, με την
προσχηματική προσθήκη μόλις 10 γυναικείων κλινών, που δεν ξέρουν καν πού θα τις εγκαταστήσουν.
Ένας αριθμός που ξεπερνά δραματικά, σε αναλογία πληθυσμού αναφοράς, το ΨΝΑ (243
κλίνες στα τμήματα εισαγωγών) και το Δρομοκαίτειο (περί τις 230 κλίνες). Στην
πραγματικότητα, πρόκειται για απλή μετονομασία του υπάρχοντος (κελιά και άλλοι
χώροι, με κάποιες, πιθανόν, διαρρυθμίσεις) σε νοσοκομειακές κλίνες. Στη δύναμη
αυτή των κλινών ενός υποτίθεται «ψυχιατρικού νοσοκομείου του ΕΣΥ»
περιλαμβάνονται και οι «κλίνες» (κελιά) των κρατουμένων που θα διαμένουν/κρατούνται
εκεί για να προσφέρουν εργασία στο ΨΚΚ.
Μιλούν για δημιουργία τμήματος «μακράς
νοσηλείας», τη στιγμή που τέτοια τμήματα αποτελούν τον απόλυτο αναχρονισμό και έχουν σε
σημαντικό βαθμό συρρικνωθεί, βαίνοντας προς την πλήρη κατάργηση, ακόμα και στα
άκρως ιδρυματικά ελληνικά ψυχιατρεία.
Μιλούν για αντιμετώπιση των «οξέων περιστατικών»
στη βάση των «αρχών της κοινοτικής φροντίδας», τη στιγμή που μια τέτοια
προσέγγιση δεν υπάρχει ούτε στις υπάρχουσες «κανονικές» μονάδες ψυχιατρικής
νοσηλείας (θα μπορούσε να υπάρξει μόνο σε νοσηλεία/φιλοξενία σε κλίνη Κέντρου
Ψυχικής Υγείας - αν ποτέ υπήρχε σ’ αυτή τη χώρα).
Μιλούν για επανένταξη πού; Μέσα στη φυλακή; Μιλούν
για «παρατηρητήριο ‘μεταθεραπευτικής’ (ίσως να εννοούν μετανοσοκομειακής)
παρακολούθησης και εποπτείας» τη στιγμή που ακόμα και τώρα, ύστερα από χρόνια
παρέμβασης της ψυχιατροδικαστικής ομάδας, ένας, πχ, κρατούμενος/νοσηλευόμενος
με «μερικό καταλογισμό», εκτίει στο ΨΚΚ τα πέντε από τα έξη χρόνια της ποινής
του και παίρνει εξιτήριο από εκεί ταυτόχρονα με την αποφυλάκισή του -
για να βρεθεί στο απόλυτο κενό, τελείως αβοήθητος και μόνο αν κατά τύχη
συναντήσει στο δρόμο του κάποιο Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης μπορεί να τύχει
μιας στήριξης και βοήθειας (υπάρχουν παραδείγματα).
Αλλωστε, για ποιο «παρατηρητήριο» και ποια
μετανοσοκομειακή φροντίδα μιλάμε όταν ο σχεδόν αποκλειστικός τρόπος πρόσβασης
στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας εξακολουθεί να γίνεται είτε με την εκούσια
προσέλευση του ατόμου στα εξωτερικά ιατρεία, είτε με τη βίαιη προσαγωγή του για
εγκλεισμό κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας. Δεν υπάρχει πουθενά η κουλτούρα
και πρακτική της κίνησης των υπηρεσιών
«προς» το αίτημα, για «συνάντηση μέσα στην κοινότητα» - εκτός αν το
παρατηρητήριο θα είναι για να μαζεύει στατιστικά στοιχεία για ανακοινώσεις σε
συνέδρια.
«Κατανοητά» όλα αυτά, αν μάλιστα σκεφτεί
κανείς ότι η Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Αττικού νοσοκομείου είναι η μόνη
ψυχιατρική κλινική, στο σύστημα εφημερίας του λεκανοπεδίου, που δεν δέχεται
ακούσιες νοσηλείες (δεν θέλει; δεν μπορεί; δεν ξέρει;) και εφημερεύει πάντα
επικουρικά στο Δρομοκαίτειο, με τρόπο που, ακόμα και για τις εκούσιες νοσηλείες,
να υπάρχει μια «ρύθμιση», έτσι ώστε κάποιες «επιλεγμένες» να κατευθύνονται στην
πανεπιστημιακή κλινική, ενώ οι πιο «πολύπλοκες» στο ψυχιατρείο.
Ωστόσο, η ένταξη του ΨΚΚ στο ΕΣΥ είναι κάτι
πολύ περισσότερο από απλή μετονομασία. Δεν είναι απλώς κάτι αρνητικό, αλλά έχει
και μια θετική διάσταση (με την έννοια του Φουκώ). Πρόκειται, στην ουσία, για
την ιδρυτική
πράξη του «δικαστικού ψυχιατρείου», του ειδικού ψυχιατρικού καταστήματος για την φύλαξη των
λεγόμενων ακαταλογίστων, που από καιρό επιδιώκεται από πολλές πλευρές και που
με αυτό το προεδρικό διάταγμα γίνεται προσπάθεια να περάσει στα «μουλωχτά».
Για πρώτη φορά θεσπίζεται μια δομή που ανήκει
ταυτόχρονα στην δικαιοδοσία και του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Υπουργείου
Υγείας-αυτό, δηλαδή, που ήταν το ζητούμενο για το «δικαστικό ψυχιατρείο». Αφού
στο ΨΚΚ θα υπάρχει επίσημα φυλακτικό προσωπικό (που δεν υπάρχει στα ψυχιατρεία,
πράγμα από αποτελεί το σύνηθες προβαλλόμενο επιχείρημα για την απόρριψη των
νοσηλευομένων/φυλασσομένων στη βάση του άρθρου 69 ΠΚ, προς έναν πιο κλειστό και
κατασταλτικό θεσμό) και εφόσον το ΨΚΚ είναι, πλέον, και στην δικαιοδοσία του
Υπουργείου Υγείας, ως «ένα από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ», γιατί να μη μπορούν να
μεταφερθούν σε αυτό ασθενείς του αρ. 69 ΠΚ από τα άλλα, επίσης του ΕΣΥ, ψυχιατρεία;
Κατ΄ αρχήν, λίγοι, οι χαρακτηρισμένοι ως πιο «επικίνδυνοι» και «δύσκολα
διαχειρίσιμοι» και, σιγά-σιγά, όπως συνήθως γίνεται, όλοι. Μια λύση φτηνή, σε
κάτι που ήδη υπάρχει, αντί να αναζητείται η δημιουργία μιας νέας δομής (κτιρίου,
προσωπικού κλπ).
Γνωρίζουμε ότι η επιδίωξη, τα τελευταία
χρόνια, του «βίαιου κλεισίματος» των ψυχιατρείων (χωρίς, δηλαδή, ολοκληρωμένο
σύστημα κοινοτικών υπηρεσιών εναλλακτικών στον εγκλεισμό) σκόνταφτε, μεταξύ
άλλων, και στην ανυπαρξία κατάλληλου «καταστήματος» για τον εγκλεισμό των
«ακαταλόγιστων» του αρ. 69 ΠΚ, που τώρα νοσηλεύονται στα ψυχιατρεία. Με την όλη
συζήτηση, μέσα στο καταρρέον και όλο και πιο εσωστρεφές και αμυντικό ψυχιατρικό
σύστημα, να έχει επικεντρωθεί στην διαχείριση της «επικινδυνότητας» και στην προώθηση,
από την κυρίαρχη ψυχιατρική, του αιτήματος για ένα «δικαστικό ψυχιατρείο» -
που δεν θα είναι παρά η υλική και θεσμική
ενσάρκωση, το σήμα κατατεθέν, της υποτιθέμενης «κοινωνικής επικινδυνότητας» του
ψυχικά ασθενή. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Το κυρίαρχο κοινωνικό σύστημα, απέναντι στην
απειλή της «κοινωνικής αταξίας», πηγή της οποίας είναι το πνίξιμο των αναγκών
της πλειονότητας από την κυρίαρχη κανονικότητα, επιχειρεί, όπως πάντα, να
διαχειριστεί αυτή την «αταξία», μεταξύ άλλων, και μέσα από μια όλο και πιο
επεξεργασμένη κατηγοριοποίηση και ταξινόμηση των ανεπιθύμητων κοινωνικών ομάδων,
που προβάλλονται ως οι φορείς της «κοινωνικής επικινδυνότητας». Μέρος αυτής της
διαχείρισης, που αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ ως μονόδρομος, είναι οι
ποικίλες αφορμές και μορφές εγκλεισμού.
Ηδη επί Τόνι Μπλερ στην Αγγλία, είχε αρχίσει
να εφαρμόζεται ο εγκλεισμός στα ειδικά ψυχιατρεία (High και Medium Security Mental Hospitals) ατόμων, κυρίως νέων, που
χαρακτηρίζονταν ως πάσχοντες από «σοβαρά επικίνδυνη διαταραχή προσωπικότητας» -
ένας κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα προσδιορισμός που δεν υπάρχει ούτε στα
επίσημα διαγνωστικά/ταξινομικά συστήματα. Και ο εγκλεισμός γινόταν, και γίνεται,
με μόνη την απόδοση του χαρακτηρισμού, χωρίς καν την διάπραξη μιας σοβαρής
παραβατικής πράξης. Σχετικές συζητήσεις και παρουσιάσεις, σε συνέδρια και αλλού, γίνονται και εδώ, για
την εισαγωγή, ως είθισται, των εξ΄ Εσπερίας αντίστοιχων μοντέλων και πρακτικών.
Το «δικαστικό ψυχιατρείο» είναι ένας
αναχρονισμός και το μόνο που το κάνει επίκαιρο και απαραίτητο είναι η ανάγκη του
κυρίαρχου συστήματος, σ΄ αυτή την εποχή της πιο βαθιάς και χωρίς τέλος κρίσης
του, να μεταλλάξει τα παλιά και ταυτόχρονα ν΄ αποκτήσει νέα εργαλεία ελέγχου
και καταστολής, απόρριψης και εγκλεισμού, συμμόρφωσης ή εκμηδένισης, όσων αποκλίνουν από τους
κυρίαρχους ορισμούς της κανονικότητας.
Το προεδρικό διάταγμα για την ένταξη του ΨΚΚ
στο ΕΣΥ δεν αφορά τίποτα άλλο, δεν φέρνει καμιά άλλη αλλαγή, παρά μόνο την
θεσμοθέτηση ενός τέτοιου οργάνου. Εναλλακτικές στο «δικαστικό ψυχιατρείο» υπάρχουν
και μάλιστα έχουν με επιτυχία εφαρμοστεί σε διάφορες περιπτώσεις
διεθνώς. Αλλά δεν υπάρχει «χώρος» γι΄ αυτές στη σημερινή Ελλάδα, ούτε και στη
σημερινή Ευρώπη - παρά μόνο σε μια ριζικά «άλλη Ελλάδα» και μια ριζικά «άλλη Ευρώπη».
Μ΄ ένα ριζικά εναλλακτικό σύστημα Ψυχικής Υγείας και ταυτόχρονα Δικαιοσύνης, στη
βάση της πορείας προς ένα «άλλο», ριζικά εναλλακτικό σύστημα κοινωνικών
σχέσεων.
Το ζήτημα δεν είναι, φυσικά, να περιμένει
κανείς καρτερικά ένα μέλλον εξ΄ ουρανού – που, έτσι, δεν θα έλθει ποτέ. Το
ζήτημα για την προετοιμασία του μέλλοντος, στην όποια διάσταση της κοινωνικής
μας ζωής, είναι η αμφισβήτηση του παρόντος. Και όπως έλεγε ο Γκουαταρί, «αυτό που λείπει, είναι η αντίσταση στο παρόν».
15/12/2016
Θ. Μεγαλοοικονόμου