Η «Μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας», που ψηφίστηκε πρόσφατα στη Βουλή, προβάλλεται από την κυβέρνηση σαν ένα προοδευτικό βήμα προς την «καθολική κάλυψη» των αναγκών υγείας όλου του πληθυσμού, καθώς και προς την «ισότιμη πρόσβαση και χωρίς οικονομική επιβάρυνση για τους πολίτες» στο σύστημα των υπηρεσιών.
Μια κίνηση που ξεσήκωσε αντιδράσεις από τα οργανωμένα και παγιωμένα ιδιωτικά συμφέροντα στον ιατρικό χώρο (Πατούλης κ.λπ.), τα οποία αισθάνονται ότι πλήττονται από την αναδιάταξη, που η «μεταρρύθμιση» αυτή επιφέρει, των κανόνων της αγοράς που επικρατούν στον χώρο της Υγείας.
Πρόκειται ωστόσο για μια αναδιάταξη σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από μια «σοβιετικού τύπου μεταρρύθμιση» (όπως για καθαρά αντιπολιτευτικούς λόγους ισχυρίστηκε η Ν.Δ.), καθώς οι σχετικές διατάξεις που ψηφίστηκαν, όπως η ίδια η κυβέρνηση δήλωσε επανειλημμένα, δεν ήταν παρά προϊόν «συμφωνίας με τους θεσμούς» έχοντας «ενσωματωθεί στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-22».
Το ερώτημα εν προκειμένω, που δεν χρειάζεται καν απάντηση, είναι: είχαμε πολλές (έστω και μία) διατάξεις, ρυθμίσεις κ.λπ., που επέβαλαν οι «θεσμοί» (η τρόικα) και που ήταν «για το καλό (και όχι για την καταστροφή) του λαού»;
Το σύστημα της πρωτοβάθμιας φροντίδας, με τον οικογενειακό γιατρό, τον γενικό γιατρό (general practitioner στην Αγγλία) κ.λπ., ως το πρώτο βήμα της πρόσβασης στο σύστημα και ηθμό ή, κατ’ άλλους, «φίλτρο» στην περαιτέρω κίνηση εντός αυτού, υπάρχει σε όλες τις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι τροϊκανοί.
Αρα δεν ήταν καθόλου δύσκολο να συμφωνήσουν στην εισαγωγή του και στην Ελλάδα, που, όπως σε όλα τα σχετικά με την κοινωνική πολιτική και το σύστημα Υγείας, δεν γνώρισε ποτέ τα μεταπολεμικά συστήματα (με όλες τους τις αντιφάσεις) «κράτους πρόνοιας» και υγείας που αναπτύχθηκαν στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Τα συστήματα όμως αυτά στη σημερινή Ευρώπη (τα οποία επιχειρείται να εισαχθούν και εδώ, με όλη την αποσπασματικότητα και την προχειρολογία του νόμου που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ.), στην κατάσταση που αυτά είναι σήμερα, έχουν έστω και την παραμικρή σχέση με αυτό που ήταν όταν πρωτοδημιουργήθηκαν, στη βραχύβια περίοδο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής «οικονομικής άνθησης», της «πλήρους απασχόλησης» και του, κεϊνσιανού, «κράτους πρόνοιας»;
΄Η έχουν ισοπεδωθεί από τη μετάλλαξη των κεϊνσιανής έμπνευσης καπιταλιστικών πολιτικών σε ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διατηρώντας από το παρελθόν μόνο το όνομα και το σχήμα, αλλά με κανένα τρόπο το περιεχόμενο;
Έχοντας, δηλαδή, μετατραπεί στο εντελώς αντίθετο από αυτό που ήταν;
Κάτι, δηλαδή, που έρχεται να «ταιριάξει» με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, που δίνει αριστερόστροφες ονομασίες σε όλα τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που επιβάλλουν οι «θεσμοί» και τα οποία πειθήνια αποδέχεται και εφαρμόζει.
Στην πραγματικότητα αυτό που εισάγει η κυβέρνηση είναι η κρίση των συστημάτων αυτών και όχι αυτό που, έστω και με τους όποιους περιορισμούς τους, σηματοδότησαν πριν από κάποιες δεκαετίες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λειτουργία της πρωτοβάθμιας φροντίδας ως «ηθμού», ή, όπως πιο ανάγλυφα εκφράζεται σήμερα (αποκαλύπτοντας τον ρόλο που της επιφυλάσσεται), ως «gate keeping» του συστήματος - «φύλακα της εισόδου».
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι λειτουργεί «προς» ένα εναλλακτικό ιατρικό «παράδειγμα», παρέχοντας μια πραγματικά (και όχι στα λόγια) ολιστική φροντίδα, σε διασύνδεση με άλλες υπηρεσίες, κοινωνικές κ.λπ., που δεν αφήνουν να προκύψει η όποια ανάγκη για παραπομπή στο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο σύστημα.
Δεν «εμποδίζουν» την πρόσβαση, δεν «φυλάνε την πόρτα», δεν έχουν σκοπό της λειτουργίας τους να βάλουν «φραγμούς» στην κίνηση προς το δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, αλλά απλώς λειτουργούν έτσι ώστε αυτό να μην προκύπτει ως ανάγκη παρά σε όσο το δυνατόν λιγότερες περιπτώσεις.
Η συγκρότηση και λειτουργία ενός πραγματικά ολοκληρωμένου και υψηλού ποιοτικού επιπέδου συστήματος υγείας, πλήρως δημόσιου και δωρεάν, βασισμένου σε μια πλήρως αναπτυγμένη πρωτοβάθμια φροντίδα, ήταν και παραμένει βασική επιδίωξη του όποιου κινήματος διεκδικεί μιαν άλλη Υγεία (εννοούμενη και ως υγεία των ανθρώπων, αλλά και ως συστήματος), κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων σ’ αυτήν, των ασθενών και της κοινωνίας.
Τι γίνεται όμως εν προκειμένω, π.χ. στην Αγγλία, όπου η κατάρρευση του NHS (Εθνικού Συστήματος Υγείας) με τις δραστικές περικοπές που ξεκίνησαν επί Θάτσερ, συνεχίστηκαν επί Μπλερ και κορυφώθηκαν επί Κάμερον (με αποτέλεσμα το NHS να αποτελεί απλώς φάντασμα του πάλαι ποτέ εαυτού του);
Οι γιατροί (όπως και όλοι οι λειτουργοί υγείας στον τομέα τους) πρέπει να τηρούν αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες στην καθαυτό ιατρική πράξη, στον αριθμό των ανθρώπων που εξετάζουν, τον χρόνο που τους αφιερώνουν (συχνά ακόμα και η ψυχιατρική εξέταση είναι το πολύ 5 λεπτά), τι εξετάσεις προτείνουν κ.λπ., με συνέπεια, αν δεν τηρούν τις εκάστοτε προδιαγραφές, να υπάρχει επίπτωση στις απολαβές τους. Αντίστοιχα συμβαίνουν στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία κ.λπ.
Η λογική του gate keeping, με όλη την περιρρέουσα συζήτηση περί ΕΣΑΝ, περί ανάγκης κανόνων για την «καταπολέμηση της σπατάλης» κ.λπ. θα οδηγήσει αναπόφευκτα σ΄ ένα επόμενο στάδιο, στους κανόνες που πρέπει να τηρούνται στην όποια πρωτοβάθμια φροντίδα.
Κανόνες που (όπως και στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια) είναι συνυφασμένοι με την «προσαρμογή της Υγείας, και γενικότερα των ανθρώπινων αναγκών, στην οικονομία» και όχι «της οικονομίας στις ανάγκες και στην Υγεία».
Συχνά ονοματίζεται «σπατάλη» η πραγματική ανάγκη, ενώ η υπάρχουσα πραγματική σπατάλη (τα συμφέροντα εταιρειών, φαρμακευτικών και άλλων, πανεπιστημιακών, μεγαλοδιευθυντών κ.λπ.) παίρνει απλώς άλλες μορφές στο όνομα της καταπολέμησής της.
Ίσως το πιο κρίσιμο σημείο στο όλο εγχείρημα για την Πρωτοβάθμια να είναι αυτό που την ακυρώνει και τη μετατρέπει σε κυριολεκτικό (ίσως και προεκλογικό, για «του χρόνου») πυροτέχνημα: ότι, δηλαδή, η όλη περιβόητη ρύθμιση της «μεγάλης αλλαγής» δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ ορισμένου χρόνου.
Οι προσλήψεις έγινε δυνατό να προκηρυχτούν «αμέσως» γιατί είναι προσλήψεις ΕΣΠΑ (σχέση ιδιωτικού δικαίου 2+2 χρόνια).
Είναι πρόγραμμα Ε.Ε. και όχι χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Με τι ενδιαφέρον, τι δέσμευση, τι όραμα θα δουλέψουν οι γιατροί και οι άλλοι λειτουργοί που θα προσληφθούν με τη σύμβαση των 2 χρόνων;
Γίνεται να μπει σε άλλη τροχιά η Υγεία χωρίς τη δέσμευση και το όραμα των λειτουργών σ’ αυτό που υποτίθεται είναι ο σκοπός για τον οποίο θα προσληφθούν;
Θα έχουν προλάβει στα 2+2 χρόνια οι ΤΟΜΥ ακόμα και να συγκροτηθούν ως μονάδες, ως θεραπευτικές ομάδες κ.λπ. ή θα το έχουν καταφέρει «μια μέρα πριν» λήξει η σύμβαση;
Γιατί μιλάμε για συγκρότηση μονάδων υγείας που δεν υπάρχουν και που θα πρέπει ν΄ αποκτήσουν υπόσταση (αφήνουμε εκτός σχολιασμού, εν προκειμένω, τον τρόπο λειτουργίας τους, το κομφούζιο της σχέσης τους με άλλες μονάδες κ.λπ.).
Και μετά τα 2 ή τα 4 χρόνια, τι; Θα αναλάβει το εγχείρημα ο προϋπολογισμός; Θα έχει υπάρξει η «ανάπτυξη»; Τα «αντίμετρα»; Τα «πρωτογενή πλεονάσματα»;
Μα αυτά δεν παράγονται από τις δραστικές περικοπές στα πάντα; Σ’ αυτές τις περικοπές δεν οφείλεται η καταβαράθρωση της Υγείας που υπάρχει σήμερα, η δραματική υποστελέχωσή της;
Άλλωστε τα κοινοτικά προγράμματα (ΕΣΠΑ και όποια άλλα) γι’ αυτόν τον σκοπό έγιναν και χρησιμοποιούνται: ως πρόσκαιροι, πυροσβεστικοί μηχανισμοί, με σκοπό να διαχειρίζονται και/ή να μετριάζουν τη φωτιά που ανάβει η εσαεί δημοσιονομική προσαρμογή, η μαζική ανεργία και η πλήρης ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.
Εν προκειμένω, για να μπει το σύστημα Υγείας στην τροχιά που θέλουν οι «θεσμοί» με τους νέους κανόνες στη βάση των οποίων θέλουν να λειτουργεί το σύστημα.
Επομένως όσο κι αν «κλαίγονται» οι Ιατρικοί Σύλλογοι, οι ιδιώτες γιατροί παραμένουν ο «βασικός τροχός της αμάξης».
Μετά 2 ή 4 χρόνια (από κοινού με τις ιατρικές εταιρείες και συμπράξεις) μπορεί να είναι και ο μόνος.