Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Η επόμενη συνάντηση/συνέλευση της "Πρωτοβουλίας 'Ψ' " : Σάββατο, 27/6/2020, ώρα 12.00, στο πάρκο Βουτιέ











Η επόμενη συνάντηση/συνέλευση της 

«Πρωτοβουλίας για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην 

Ψυχική Υγεία» θα γίνει το Σάββατο, 27/6/2020, ώρα 

12.00, στο πάρκο Βουτιέ, (απέναντι από το Θέατρο 

Δόρας Στράτου-περιφερειακός Φιλοπάππου).



Θέματα:

  1. Ενημερώσεις και συζήτηση πάνω σε ζητήματα 

    εγκλεισμού , συνθηκών νοσηλείας κτλ, 
     
  2. Δομές "φιλοξενίας ασυνόδευτων"

  3. Η εμπειρία από το camp της Μαλακάσας

  4. Δράσεις, παρεμβάσεις, συζητήσεις κτλ

  5. Οργανωτικά θέματα




Πρόσβαση με συγκοινωνίες:


-ΗΣΑΠ στάση Πετράλωνα (8 λεπτά περπάτημα)
-Τρόλεϊ γραμμή 15 στάση Φιλοπάππου (1 λεπτό περπάτημα)
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ



Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Η ζωή στις Δομές φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων. Ένα συνεχές πειθαρχικής συμμόρφωσης και κοινωνικού αποκλεισμού






Ως εργαζόμενες/οι σε Δομές Φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις αλλά και εργαζόμενες/οι και χρήστ(ρι)ες στο Χώρο της Ψυχικής Υγείας θα θέλαμε να μοιραστούμε τις εμπειρίες μας με στόχο να διανοίξουμε τον δημόσιο διάλογο γύρω από τον πειθαρχικό ρόλο που επιτελούν οι παραπάνω δομές στις ζωές των ασυνόδευτων ανηλίκων ως μια συνέχεια της κριτικής που έχει ασκηθεί για τους χώρους εγκλεισμού μεταναστ(ρι)ών. Αυτό το κείμενο έρχεται ως ελάχιστη ένδειξη συμπαράστασης στην προσπάθεια των ίδιων των παιδιών να εισακουστούν οι φωνές τους που καταγγέλλουν το συνεχές αποκλεισμού που βιώνουν ακόμα και μέσα στους χώρους που καλούνται να νιώσουν “σπίτι“ τους. Από τη θέση μας όσων εργαζόμαστε σε αυτά τα “ σπίτια”,  θεωρούμε σημαντικό να αναδείξουμε τους τρόπους με τους οποίους η εργασιακή επισφάλεια, οι εργασιακές συνθήκες και σχέσεις επηρεάζουν το περιεχόμενο της εργασίας μας, που είναι η υπεράσπιση και η στήριξη στη διαμόρφωση της κοινωνικότητας των ασυνόδευτων ανηλίκων.
 
Πρόσφατα λάβαμε γνώση για έναν αγώνα που δίνουν τα παιδιά που διαμένουν στον Ξενώνα Εστία της Οργάνωσης Ιατρική Παρέμβαση και που στις 17 Απριλίου υπέβαλαν αναφορά - καταγγελία σε αρμόδιους φορείς1, μεταξύ άλλων και για περιστατικό ακούσιας νοσηλείας ενός εξ αυτών σε ψυχιατρική κλινική ως μέσο πειθάρχησής του.

Σύμφωνα με το κείμενο - καταγγελία του ίδιου του παιδιού, το βράδυ της 12ης Φλεβάρη και μετά από μια λογομαχία σε συνάντηση που είχε με την επιστημονικά υπεύθυνη της δομής (το “Boss” όπως τα παιδιά την αποκαλούν) κλήθηκε η αστυνομία, η οποία και τον μετέφερε με χειροπέδες στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, και χωρίς να του έχει ειπωθεί τίποτα πιο πριν, του ανακοινώνουν οι αστυνομικοί για πρώτη φορά ότι θα παραπεμφθεί για νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική.  Η νοσηλεία του διήρκησε 48 ώρες, κατά την οποία του χορηγήθηκαν φάρμακα με τη βία, μίλησε με ψυχιάτρους επαναλαμβάνοντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μαζί με τα άλλα παιδιά στο “σπίτι”, καταλήγοντας σε μία απ’ αυτές τις συναντήσεις αλλά και στο κείμενο του στο εξής : «Έμαθα ένα πράγμα, ότι ποτέ ξανά δεν πρέπει να ζητήσω οτιδήποτε ή να διαμαρτυρηθώ για κάτι μέσα στο σπίτι, γιατί αλλιώς θα με φέρουν εδώ». Να σημειωθεί ότι δεν έμαθε ποτέ σε ποια ψυχιατρική κλινική μεταφέρθηκε, δεν του συνταγογραφήθηκε ποτέ κανένα φάρμακο, είτε πριν είτε μετά τη νοσηλεία του και δεν έχει κανένα ιστορικό ψυχικών διαταραχών.

Πρόκειται για ένα περιστατικό βίαιης και τραυματικής καταστολής ενός ανθρώπου 17 χρονών που εγείρει τουλάχιστον ζητήματα κατάχρησης εξουσίας από την πλευρά της διοίκησης και μέρους του επιστημονικού προσωπικού.


Η ακούσια νοσηλεία, ο ιδρυματισμός ή εκεί που συναντώνται παλαιές και νέες μορφές πειθάρχησης και ελέγχου
 
H ψυχιατρική νοσηλεία που επιβάλλεται σε άτομα που πάσχουν από ψυχική διαταραχή και δεν είναι ικανά να κρίνουν για το συμφέρον της υγείας τους,  έχει εδώ και χρόνια αμφισβητηθεί ως βίαιη καταστολή ατομικών ελευθεριών και χειραφετητικών πρακτικών, ενώ έχει χυθεί πολύ μελάνι για να αποδομηθεί η αναγκαιότητα του εγκλεισμού των ανθρώπων σε ψυχιατρικά ιδρύματα, πόσο μάλλον με ενέργειες που καταστρατηγούν τις προσωπικές τους ελευθερίες και βασικά ατομικά δικαιώματα. 
Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια εργαλειοποίηση της ακούσιας νοσηλείας σε τέτοιο βαθμό που από τη μία επιβεβαιώνει εμφατικά τον κατασταλτικό χαρακτήρα της ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τον πειθαρχικό και ελεγκτικό χαρακτήρα του περιβάλλοντος εντός του οποίου νομιμοποιείται. Στην προκειμένη των Δομών Φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων.
Το περιστατικό αυτής της βίαιης ακούσιας νοσηλείας δεν είναι μεμονωμένο και σε καμία περίπτωση αποκομμένο από το δομικό μηχανισμό λειτουργίας των Ξενώνων εν γένει. Υποστηρίζουμε πως η χρήση της δυτικοκεντρικής ψυχολογίας για λόγους συμμόρφωσης σε συνδυασμό με την άκαμπτη επιβολή ενός κανονιστικού πλαισίου στους Ξενώνες δημιουργούν μια ιδρυματοποιημένη συνθήκη καθημερινότητας και χτίζουν ένα περιβάλλον όπου η ακούσια νοσηλεία ως αμιγής μορφή πειθάρχησης όχι απλά νομιμοποιείται αλλά οριακά μοιάζει να είναι μια φυσικοποιημένη μορφή “εκπαίδευσης των ανηλίκων”.
Γιατί σε ένα πλαίσιο όπου τα ζητήματα ζωής ανάγονται σ’ ένα πεδίο “διαχείρισης” και τα παιδιά σε “ωφελούμενους”, για τις ΜΚΟ και τις τρέχουσες μεταναστευτικές πολιτικές, η επιστράτευση της ακούσιας νοσηλείας ως μέσο πειθάρχησης περνάει στα ψιλά. Γιατί σε αυτό το πλαίσιο η ακούσια νοσηλεία επιστρατεύεται αβασάνιστα ως άλλο ένα αναβαθμισμένο μέσο “διαχείρισης” των παιδιών, με την αναλγησία της διοίκησης και μέρους του επιστημονικού προσωπικού πραγματικά να φαντάζει τρομακτική.
Όπως τρομακτική είναι και η απουσία διαπολιτισμικής προσέγγισης σε Ξενώνες που διαβιούν άνθρωποι με διαφορετικές -ακόμα και μεταξύ τους- εθνοτικές καταγωγές και πολιτισμικές συγκροτήσεις. Αυτό που διαιωνίζεται στην ουσία είναι μια νεοαποικοκρατική νοοτροπία που αντιμετωπίζει τα παιδιά ως υποκείμενα που διέπονται από μια και μοναδική ψυχολογία, ως άνθρωποι χωρίς παρελθόν, ως οι άλλοι που χαρακτηρίζονται αποκλειστικά από τη προσφυγική εμπειρία, η οποία και χρήζει διαχείρισης με κάθε μέσο. Υποστηρίζουμε πως αυτό που συντελείται στους Ξενώνες Φιλοξενίας, κάτω από το ανθρωπιστικό προσωπείο των ΜΚΟ, είναι πρακτικές ελέγχου και διαχείρισης, που ευνοούν την κατασκευή ιδρυματοποιημένων ανθρώπων. Υποστηρίζουμε ότι τα ξεσπάσματα των παιδιών και οι αντιδράσεις μέσα στο “σπίτι” τις περισσότερες των περιπτώσεων δεν δηλώνουν κάποια ψυχική αστάθεια ή ασθένεια αλλά είναι το αποτέλεσμα των σχέσεων που αναπτύσσονται μέσα σε συνθήκες πειθάρχησης και ελέγχου. Η εικόνα αυτή του απροσάρμοστου παιδιού ή ακόμη και βίαιου είναι μια επιπλέον δυτική πολιτισμική κατασκευή.

Πώς όμως πραγματώνεται αυτή η νοοτροπία στο επίπεδο της καθημερινότητας στους ξενώνες;
Ένα δομικό χαρακτηριστικό αυτών των ξενώνων είναι η καθημερινή παρουσία του ψυχολόγου μέσα στο χώρο όπου τα παιδιά καλούνται να νιώσουν σπίτι τους. Ο ψυχολόγος, “το υποκείμενο που γνωρίζει”, φέρει την πρώτη και τελευταία λέξη για τη “διαχείριση των ανηλίκων”. Είναι ο ειδικός, με τον οποίον τα παιδιά πρέπει αναγκαστικά να συνευρεθούν, να μιλήσουν για τα “τραύματά τους” και να διαγνωστούν σύμφωνα με τα δυτικά ψυχομετρικά εργαλεία αξιολόγησης της προσωπικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο η απόδοση ψυχικών διαταραχών αν όχι ασθενειών, με την συνακόλουθη χορήγηση φαρμάκων, σε πολλές των περιπτώσεων, είναι η επικρατέστερη λύση για τη “διαχείριση της προσφυγικής εμπειρίας” που οργανώνεται στη βάση μιας διαφορετικής θυμικής οικονομίας.
Στο σχεδιασμό αυτού του μηχανισμού “διαχείρισης των ωφελούμενων“ προφανώς και δεν λαμβάνονται υπόψιν οι διαφορετικές πολιτισμικές συγκροτήσεις του εαυτού. Δομείται ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι/ες έρχονται αντιμέτωποι με μια σύνθετη πολιτισμική γραμματική ασύμμετρη με τις δικές τους προσλαμβάνουσες, με αφηγήσεις και πολιτισμικές πρακτικές που είτε δεν θέλουν είτε δεν έχουν χρόνο να κατανοήσουν και που με φυσικότητα καταλήγουν σε συμπεράσματα του τύπου «τα παιδιά είναι κακομαθημένα», «είναι χειριστικά», «θέλουν να περνάει το δικό τους». Ασφαλώς η ψυχιατρικοποίηση των συμπεριφορών των παιδιών που “παραφέρονται” δεν είναι η μόνη λύση. Άλλη προσφιλής τακτική είναι η απειλή ή και η κλήση στην αστυνομία. Δεν είναι λίγες οι φορές που εκστομίζεται η απειλή της παρέμβασης της αστυνομίας για την συμμόρφωση των παιδιών στο κανονιστικό πλαίσιο του Ξενώνα.
Και αυτό το κανονιστικό πλαίσιο του Ξενώνα, επεκτείνεται και ορίζει κάθε πτυχή της καθημερινότητας των παιδιών. Από το πρωινό τους ξύπνημα, πολλές φορές με φωνές, τα άκαμπτα ωράρια της σίτισης τους (πρωινό, δεκατιανο, μεσημεριανό, απογευματινό, βραδινό), μέχρι την ώρα του ύπνου τους, η ζωή στους ξενώνες γίνεται μία αφόρητη επανάληψη της μιζέριας των ανθρώπων που εμπνεύστηκαν αυτούς τους κανόνες.

Κανόνες λειτουργίας των ξενώνων, κανόνες φαγητού, κανόνες παντού ή ..business ae usual!

Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν υποστηρίζουμε μια εγγενή αντίθεση προφανώς στους κανόνες, αλλά θέλουμε να αμφισβητήσουμε τους λόγους για τους οποίους συντάσσονται οι συγκεκριμένοι, τους τρόπος με τους οποίους εφαρμόζονται και τον ρόλο που τελικά επιτελούν στην καθημερινότητα και τη ζωή των παιδιών.
Η κυρίαρχη αφήγηση που νομιμοποιεί την επιβολή των συγκεκριμένων κανόνων, δεν είναι άλλη από την αναπαραγωγή της δυτικής εννοιολόγησης περί ανηλικότητας. Πρόκειται για άτομα που είναι ανήλικα και που χρήζουν διαπαιδαγώγησης και πειθάρχησης με όλες τις συμβολικές συνδηλώσεις της παθητικότητας που αυτή η εννοιολόγηση φέρει. Τι κι αν αυτά τα παιδιά διαφέρουν πολύ από το πρότυπο του ευρωπαίου/ ντόπιου εφήβου κι έχουν πάρει προ πολλού τη ζωή στα χέρια τους φέροντας τεράστια ευθύνη για τους ίδιους και πολλές φορές για την οικογένεια τους.
Με τους κανόνες να οικοδομούνται στη βάση της παραπάνω διαπίστωσης, στην πράξη και κυρίως με τον άκαμπτο και αυστηρό τρόπο με τον οποίο συνήθως επιβάλλονται αυτοί οι κανόνες, όχι μόνον ομογενοποιούν τις ανάγκες ανθρώπων με μεγάλες -και μεταξύ τους- πολιτισμικές διαφορές αλλά επιπρόσθετα τους αδρανοποιούν, εφόσον το προνόμιο της δράσης το έχουν αυτοί που διαχειρίζονται και διευθύνουν τον ξενώνα, πράγμα που μεταξύ άλλων συνάδει και στην ανάδειξη της πολιτισμικής υπεροχής των γηγενών .
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κανονιστικό πλαίσιο σε σχέση με τη σίτιση.
Η εκπαίδευση των ‘’ωφελούμενων’’ συνίσταται στο να προσέρχονται συγκεκριμένες ώρες για τη διανομή του φαγητού, να μην αιτούνται φαγητό πέραν αυτού που τους προσφέρεται και πέραν του προκαθορισμένου ωραρίου ακόμα κι όταν προβάλλουν σοβαρούς λόγους για τους οποίους δεν προσήλθαν έγκαιρα στην κουζίνα. Όμως ενώ οι κανόνες σε σχέση με τη σίτιση υποτίθεται πως είναι αναγκαίοι για την εύρυθμη λειτουργία του ξενώνα, εντούτοις το φαγητό δεν είναι απλά ένα ζήτημα τεχνικής φύσεως λειτουργίας μια δομής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως όλες οι εντάσεις προκύπτουν στην κουζίνα και με επίδικο το φαγητό, εφόσον το ζήτημα του φαγητού είναι ταυτόχρονα ζήτημα διαπραγμάτευσης της ταυτότητας. Η ανάλυση του συγκεκριμένου θέματος ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, αλλά θα θέλαμε σημειακά κ μόνο να θέσουμε την ερώτηση του τι θα σήμαινε για τους/τις εαυτές μας αν π.χ. καθημερινά μας προσφερόταν φαγητό χωρίς καμία δυνατότητα επιλογής, συγκεκριμένη ώρα κάθε ημέρας και για μεγάλο χρονικό διάστημα. 
 
Επιπλέον οι “ωφελούμενοι” αποκλείονται από την κουζίνα εκτός από τις ώρες των γευμάτων, όπου και είναι μόνιμα υπό επίβλεψη. Ακόμη κι όταν επιτρέπεται η είσοδος απαγορεύεται η οικειοποίηση του χώρου, απαγορεύεται να κάνουν χρήση κάποιου σκεύους π.χ. για να στύψουν ένα χυμό ή να χρησιμοποιήσουν μπαχαρικά προκειμένου να παρέμβουν στο φαγητό που τους προσφέρεται και το οποίο είναι προσαρμοσμένο στις ελληνικές διατροφικές συνήθειες. Δικαιούνται ένα φρούτο την ημέρα και όχι δύο και μόνο κατά τη διάρκεια του απογευματινού, δύο φακελάκια τσάι ( ένα κατά τη διάρκεια του πρωινού και ένα κατά τη διάρκεια του απογεματινού), ένα ποτήρι χυμό μία φορά την εβδομάδα. Δεν επιτρέπεται να πάρουν το φρούτο ή το τσάι στο δωμάτιό τους ή οτιδήποτε άλλο. Δεν επιτρέπεται να φέρουν αναψυκτικό από έξω, δεν επιτρέπεται να φέρουν φαγητό από έξω. Κουραστήκατε μόνο που τα διαβάζετε; Και είναι κάποιοι από τους πολλούς κανόνες και μόνο σε ό,τι έχει να κάνει με τη σίτιση.
Με άλλα λόγια, το “σπίτι” δεν γίνεται εκείνο το πεδίο όπου μπορεί να οργανωθεί και να εκδηλωθεί συμβολικά και υλικά μια δυναμική κοινωνική ζωή, ένα νοητικό και υλικό καταφύγιο όπου τα παιδιά θα αισθάνονται εκείνη την ασφάλεια για να προβάλλουν την ταυτότητα τους μέσα από τις διαπολιτισμικές και διακοινωνικές τους συναναστροφές. Αντιθέτως αποτελεί ένα εχθρικό περιβάλλον, από το οποίο προσπαθούν να προστατευτούν αμυνόμενα με διάφορους τρόπους : από το να μην συμμετέχουν στην ομαδική καθαριότητα του σπιτιού που γίνεται μια φορά την εβδομάδα, από το να είναι προσκολλημένα στα κινητά τους μέχρι το να αντιδρούν πετώντας στα σκουπίδια το φαγητό και να δείχνουν αδιαφορία για κάθε ομαδική δραστηριότητα.
Ασφαλώς όλες αυτές οι αντιδράσεις, αντιμετωπίζονται τις περισσότερες φορές από το προσωπικό ως ενδείξεις της εκρηκτικής εφηβικής ηλικίας των παιδιών, ως ενδείξεις ότι τα παιδιά «δεν ξέρουν τι θέλουν και είναι κακομαθημένα», ενώ κάποιοι από το επιστημονικό προσωπικό προβαίνουν σε επιδεικτικές κινήσεις αυταρχισμού ως αντίποινα για τις προαναφερθείσες αντιδράσεις με το να απαγορεύουν ανά περίπτωση την έξοδο από το σπίτι, με το να αρνούνται ανά περίπτωση την χορήγηση του pocket money (το μηνιαίο και μηδαμινό χαρτζιλίκι των παιδιών, τα 30 ευρώ) ή ακόμη με το να βάζουν τα παιδιά να καθαρίζουν τις τουαλέτες λες και βρίσκονται σε κάποιο στρατόπεδο.
Όλα τα παραπάνω συνάδουν στην θυματοποίηση των παιδιών και τη διαχείρισή τους με τακτικές και συμπεριφορές που υποσκάπτουν μια ευρύχωρη θέαση των σύνθετων βιογραφιών και εμπειριών τους. Όλα τα παραπάνω, συντείνουν σε ένα διευρυμένο αίσθημα ιδρυματοποίησης, ανασφάλειας και φόβου. Τα παιδιά δεν αντιμετωπίζονται ως δρώντα υποκείμενα καθόλα ικανά να διαμορφώσουν το παρόν τους και την καθημερινότητά τους μέσα στον ξενώνα, πόσο μάλλον να διαμορφώσουν το μέλλον τους, να διαμορφώσουν την κοινωνικότητά τους, να αλληλεπιδράσουν με το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο ζουν. 
 
Το περιεχόμενο της επισφαλούς εργασίας στις ΜΚΟ και η “διαχείριση των ανηλίκων”. Εύθραυστες ισορροπίες και δομικές αντιφάσεις ή ..ποιος τελικά πληρώνει τα σπασμένα ;

Όπως και στην πλειοψηφία των ΜΚΟ, η εργασία στην Ιατρική Παρέμβαση συνιστά μία συνεχή συνθήκη επισφάλειας. Στην αλλαγή των συμβάσεων από πλήρη σε εκ περιτροπής απασχόληση, στις καθυστερήσεις δεδουλευμένων (εως και τρεις-τέσσερις μήνες), στην έλλειψη ενημέρωσης από την πλευρά της διοίκησης προς το προσωπικό για αυτές τις καθυστερήσεις, στην αιφνίδια αλλαγή της εργασίας μεγάλης μερίδας εργαζομένων από 5νθήμερη μόνο τα σαββατοκύριακα, στις απολύσεις εν είδη «λήξης της σύμβασης», αποκαλύπτεται η κανονιστική βία με την οποία ενδύεται το ανθρωπιστικό προσωπείο της Ιατρικής Παρέμβασης.
Η ταύτιση με την εργοδοσία είναι ένας από τους τρόπους που η συγκεκριμένη διοίκηση επιβάλλει τις παραπάνω εκμεταλλευτικές σχέσεις εργασίας. Ο δεύτερος τρόπος, διάχυτος σε μεγάλο μέρος του προσωπικού, είναι η υποδαύλιση του ανταγωνισμού τόσο ανάμεσα στην ψυχοκοινωνική υπηρεσία και το χαμηλόβαθμο προσωπικό, δηλ τις φροντίστ(ρι)ες, τους νυχτερινούς, τις μαγείρισσες και καθαρίστριες, όσο και ιδιαιτέρως μεταξύ αυτού του ίδιου του χαμηλόβαθμου προσωπικού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα εβδομαδιαία meetings, όπου τον πρώτο λόγο έχει η επιστημονικά υπεύθυνη μαζί με τον ψυχολόγο, όπου και γίνεται η «διαχείριση του κάθε περιστατικού» στον ξενώνα. Κι ενώ πρόκειται για συναντήσεις που από κοινού εργαζόμενες/οι από διαφορετικές θέσεις και οπτικές θα όφειλαν να προσπαθούν να επεξεργαστούν προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και να βρουν λύσεις, αυτό που επικρατεί είναι οι νουθεσίες του «να είμαστε μια ομάδα για το καλό των παιδιών» και οι ταυτόχρονες σε έντονο ύφος επιπλήξεις όσων φροντιστ(ρι)ών θέτουν προβληματισμούς και αμφισβητούν τους τρόπους “διαχείρισης περιστατικών και κρίσεων”, εφόσον πρόκειται για ειδικότητες που “δεν έχουν τη γνώση”. Μάλλον καλύτερα, πρόκειται για ειδικότητες που απαγορεύεται να έχουν και κάποια γνώση κι επομένως άποψη για τις εκάστοτε διαχειρίσεις. Ο ρόλος τους είναι να δίνουν πληροφορίες που αφορούν τα παιδιά στην ψυχοκοινωνική υπηρεσία, μιας και οι φροντίστριες είναι αυτές που έχουν την καθημερινή τριβή με τους “ωφελούμενους”, και στη συνέχεια να εκτελούν τους τρόπους διαχείρισης, τους οποίους η ψυχοκοινωνική υπηρεσία που “γνωρίζει”, αποφασίζει. Επομένως, στα εβδομαδιαία meetings αυτό που επικρατεί τελικά είναι εκείνες οι πρακτικές που στοχεύουν στον πληρέστερο έλεγχο του εργατικού δυναμικού ενώ ταυτόχρονα επιβάλλονται οι τρόποι “διαχείρισης των ανηλίκων”, αντί να δίνεται ο χώρος για να αναλαμβάνονται ουσιαστικά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και τα οποία συνήθως είναι δομικής φύσεως και όχι διαχειριστικής.
Ένα επιπλέον παράδειγμα του πώς οι εργασιακές συνθήκες και σχέσεις επηρεάζουν το περιεχόμενο της εργασίας είναι οι περιπτώσεις που η φροντίστρια καλείται να επιβάλλει την τήρηση των κανόνων λειτουργίας της δομής. Αυτό πέρα από τα προφανή σημαίνει ταυτόχρονα ότι καλείται π.χ. στην περίπτωση της σίτισης να μετρά τις μπουκιές των παιδιών, να επιβάλλεται στα παιδιά προκειμένου να πάρουν ένα κι όχι δύο μήλα, το κέικ και όχι την μπανάνα. Με άλλα λόγια οφείλει να παίζει γενικότερα το ρόλο του «μπαμπούλα» ώστε «κατόπιν να έρθει η ψυχοκοινωνική υπηρεσία να παρέμβει φροντιστικά». Η μη συμμόρφωση σε αυτόν το ρόλο προκαλεί τις έντονες αντιδράσεις και συναδέλφων, που νιώθουν ότι γίνονται «οι κακές» απέναντι στα παιδιά, με αποτέλεσμα ο έλεγχος που ασκείται να είναι τελικά άμεσα και οριζόντιος. Η ασκούμενη αυτή πίεση μπορεί να οδηγήσει εύκολα την εργαζόμενη να πράττει όχι με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού αλλά με γνώμονα την αποφυγή της δυσμενούς αξιολόγησης από συναδέλφους και διοίκηση και την τήρηση ισορροπιών στις συναδελφικές σχέσεις.
Μέσα σε αυτό το αποπνικτικό πλαίσιο, ο κάθε εργαζόμενος της Οργάνωσης μαθαίνει να μην μιλάει, να ακούει, να συμμορφώνεται και να σιωπά. Δομείται ένα περιβάλλον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε κάποιες των περιπτώσεων, επίσης περιβάλλον ιδρυματοποίησης και για τις ίδιες τις εργαζόμενες. Έτσι, κάθε πτυχή της σχέσης των εργαζόμενων με τα παιδιά αναδιατάσσεται διαρκώς και ελέγχεται. Ο κάθε εργαζόμενος οφείλει να μην χτίζει σχέσεις με τα παιδιά και να κάνει ό,τι προβλέπει το καθηκοντολόγιό του με έναν τρόπο αυτοματοποιημένο. Κάθε έννοια αλληλεγγύης, αυτενέργειας, χειραφέτησης και κριτικής διερώτησης για τα τεκταινόμενα στους Ξενώνες, τόσο από την πλευρά των εργαζομένων όσο και από αυτή την παιδιών, υπονομεύεται και καταστέλλεται με «προειδοποιήσεις», με αλλαγές στις συμβάσεις, με απειλές για έξωση από τον ξενώνα, με απειλές για (ανυπόστατες) νομικές κυρώσεις κ.ό.κ. Και αυτή η εργασιακή συνθήκη της επισφάλειας, σε όλα αυτά τα επίπεδα, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την μακροχρόνια σταθερή οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης εργαζομένων και παιδιών που θεωρείται το σημαντικότερο εργαλείο για την συναισθηματική ενδυνάμωση των παιδιών και την διαμόρφωση της κοινωνικότητάς τους.

Με λίγα λόγια κάθε τι που συμβαίνει στους ξενώνες νομιμοποιείται με την αφομοίωσή του και την κατάλληλη μετάθεσή του προς ένα συμμορφωτικό υπηρεσιακό πλαίσιο αναφοράς. Σε αυτό το πλαίσιο η αποπομπή παιδιών σε καμπ ή σε ξενώνες εκτός του αστικού ιστού επιφυλάσσονται συχνά για τα ‘’ασυμμόρφωτα’’ παιδιά.
Αυτό το κείμενο προσβλέπει να λειτουργήσει προειδοποιητικά ώστε να μην πληρώσουν τα σπασμένα και πάλι τα παιδιά που αντιστέκονται στις τιμωρητικές πρακτικές και στους ιδρυματικούς κανόνες λειτουργίας των Δομών Φιλοξενίας, και εν προκειμένω εκείνα που κατήγγειλαν μεταξύ άλλων και το περιστατικό της ακούσιας νοσηλείας. Γιατί ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένη η απομάκρυνση κάποιου παιδιού από το προβληματικό περιβάλλον ενός Ξενώνα, η πραγματικότητα που βιώνουν όσων απομακρύνονται, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι διαφορετική. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και πάλι μόνο τιμωρητικά θα μπορούσε να βιωθεί από το ίδιο το παιδί, αν αναλογιστεί κανείς την ατελείωτη ταλαιπωρία που κάτι τέτοιο θα συνιστούσε: Να μπει εκ νέου σε λίστα αναμονής μέχρι να βρεθεί διαθέσιμη θέση σε άλλον Ξενώνα, να υποβληθεί εκ νέου σε σειρά ιατρικών εξετάσεων, να χρειαστεί και πάλι να ξεκινήσει από το μηδέν χτίζοντας εκ νέου σχέσεις και την προοπτική του σ’ ένα ανοίκειο περιβάλλον, που δεν θα διαφέρει και ουσιαστικά από αυτό στο οποίο διαμένει ήδη, όπου τουλάχιστον έχει χτίσει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον φιλικών σχέσεων με τα άλλα παιδιά. Να μπει στη μαύρη λίστα ως ένα παιδί που δημιουργεί προβλήματα και άρα να καταλήξει τελικά αντί σε Ξενώνα σε κάποιο καμπ, όπως και τόσοι άλλοι συνομήλικοί του.

Συμπερασματικά…

τα παιδιά που αντιστέκονται, μας αφήνουν μια σπουδαία παρακαταθήκη : Με την δράση τους στο επίπεδο της καθημερινότητας, αποκαλύπτουν την συλλογική ωφελιμότητα της μετατροπής των χώρων ιδρυματοποίησης σε χώρους όπου είναι δυνατή η έκφραση χειραφετητικών αιτημάτων και πρακτικών. Εν τέλει, στις εμπειρίες των παιδιών στις δομές φιλοξενίας, χαρτογραφούνται τα μονοπάτια ενός νέου κόσμου δομημένου στις αρχές της αυτοδιάθεσης, της αλληλεγγύης, της χειραφέτησης και της ελευθερίας, έναν κόσμο τον οποίο οφείλουμε να υπερασπιστούμε.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η διεκδίκηση ορατότητας των μοριακών αντιστάσεων τόσο των χρηστών των υπηρεσιών στους Ξενώνες όσο και των ίδιων των εργαζόμενων σε αυτούς, σε μια κατεύθυνση διεκδίκησης αξιοπρεπών συνθηκών τόσο εργασίας όσο και διαβίωσης.
Υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η στροφή προς μια πραγματικά κοινοτικά βασισμένη δομή λειτουργίας των Ξενώνων, χωρίς καμιά σωματική ή ψυχοκοινωνική καταστολή, με ισότιμη σχέση εργαζομένων και παιδιών.
Εν τέλει, υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η δημιουργία διαπολιτισμικών και χειραφετητικών δομών που θα ευνοούν τη συγκρότηση μορφών δυναμικής κοινωνικής ζωής από και για τα ίδια τα ασυνόδευτα παιδιά και που θα δημιουργούν ρεαλιστικές προοπτικές για την πραγματική κοινωνική τους ένταξη. 

1 Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Εισαγγελέα Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Αθηνών, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας, Τμήμα Α’ της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας, Ειδική Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας των Ατόμων με Ψυχικές Διαταραχές, Συνήγορο του Πολίτη, Συνήγορο για το Παιδί, Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι




Εργαζόμενες/οι σε Δομές Φιλοξενίας και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις
Πρωτοβουλία Ψ
Πρωτοβουλία για ένα Πολύμορφο Κίνημα στην Ψυχική Υγεία




Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΠΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΟΤΑΝ ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝΕ ΜΑΖΙ ( ; )



Ένα περιστατικό πρωτοφανούς κακοποιητικής αντιμετώπισης ψυχικά ασθενούς στο ΨΝΑ ήλθε σε γνώση της Πρωτοβουλίας ‘Ψ’ - ένα περιστατικό που, αν γίνει αποδεκτό ως μια «κανονικότητα» στην άσκηση της ψυχιατρικής και δεν πάρει την δέουσα απάντηση, θα σηματοδοτεί την (επαν)είσοδο της ψυχιατρικής στην «εποχή των τεράτων».

 

Ένας ασθενής που νοσηλευόταν στο 9ο ΨΤΕ και ο οποίος ήταν για πάρα πολλά χρόνια ένοικος στεγαστικής δομής του ΨΝΑ, βρέθηκε, από τη νέα διεύθυνση του τμήματος, ότι είχε στον κλινικό του φάκελο ένα χαρτί, από το 2011, που ανέφερε ότι, λόγω τελεσθέντων αδικημάτων, να ειδοποιηθεί η αστυνομία σε περίπτωση εξιτηρίου. Το «αδίκημα», όπως έγινε αργότερα γνωστό, ήταν η «εξύβριση και αντίσταση λόγω και έργω», για το οποίο είχε καταδικαστεί, ερήμην, σε ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης. Ένα τέτοιο «αδίκημα», προφανώς σε χρόνο πολύ προ της ερήμην καταδίκης του, μπορεί κανείς να το φανταστεί και ως μια από τις συνήθεις ποινικές κατασκευές των αστυνομικών οργάνων (που τις ζούμε καθημερινά), ιδιαίτερα όταν συναντούν στο δρόμο ένα ψυχικά πάσχοντα (αν και, πλέον, όχι μόνο). Καθώς ο εν λόγω ασθενής ήταν από μακρού ένοικος εξωνοσοκομειακής στεγαστικής δομής του ΨΝΑ (και έτσι, λόγω της ισχύουσας νομοθεσίας για όλες τις σχετικές δημόσιες δομές, είχε το καθεστώς του νοσηλευόμενου), η ποινή παρέμενε σε εσαεί εκκρεμότητα για την υλοποίησή της αν και όταν κάποια στιγμή θα έπαιρνε εξιτήριο. Το τελευταίο διάστημα βρισκόταν σε ενδονοσοκομειακή νοσηλεία, η οποία γινόταν κατά διαστήματα λόγω των υποτροπών και των εκάστοτε δυσκολιών της προσαρμογής/συναλλαγής του στο κοινωνικό περιβάλλον.

 

Η νέα διεύθυνση του 9ου ΨΤΕ του ΨΝΑ, σε μια λογική κυριολεκτικού ξεφορτώματος των περιστατικών με τις πιο πολύπλοκες ανάγκες (και έτσι, πιο πολύπλοκων θεραπευτικών απαιτήσεων), αντί να ασχοληθεί και να επικεντρώσει στην οργάνωση των όποιων αναγκαίων θεραπευτικών απαντήσεων, επιλέγει να ειδοποιήσει την αστυνομία ότι θα του κάνει εξιτήριο και συνεννοείται μαζί της να πάνε τον παραλάβουν. Πράγματι, πριν μια εβδομάδα, έγινε το πρωτοφανές να πάει η αστυνομία να συλλάβει τον ασθενή μέσα στο ίδιο το τμήμα όπου νοσηλευόταν, καθώς του είχε ήδη βγει το εξιτήριο, ώστε να μπορεί να γίνει η «παραλαβή».

 

Έχουμε, δηλαδή, την έκδοση εξιτηρίου όχι γιατί ο ασθενής ήταν «καλά» στην υγεία του, αλλά για να παραδοθεί στην αστυνομία, παρόλο που «δεν ήταν καλά» στη υγεία του, δεν είχε αναρρώσει. Αν είχε αναρρώσει, γιατί να μην επιστρέψει στη στεγαστική δομή όπου έμενε για χρόνια; Αν και είναι πολλοί που, μολονότι έχουν αναρρώσει, έχουν, ωστόσο, ανάγκη ψυχοκοινωνικής στήριξης και στέγασης και, παρ΄ όλα αυτά, πετιούνται στο δρόμο.

 

Γίνεται, λοιπόν, εν προκειμένω, ένα εξιτήριο που ισοδυναμεί με το πέταγμα στο δρόμο και, ταυτόχρονα, ειδοποιείται η αστυνομία να τον συλλάβει, βάζοντας, με τον πιο ανάγλυφο και ανενδοίαστο τρόπο, την ψυχιατρική να λειτουργεί ως αυτό από το οποίο διακήρυσσε ότι, δήθεν, προσπαθούσε ν΄ αποδεσμευτεί, προκειμένου να είναι πρωτίστως θεραπευτική (και όχι πρωτίστως φυλακτική και ελεγκτική): δηλαδή, του κανονικού κολαούζου του «νόμου και της τάξης», της αστυνομίας.

 

Ο ασθενής μεταφέρθηκε απευθείας στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού (ΨΚΚ) χωρίς να έχει προηγηθεί η διαδικασία που απαιτείται ώστε κάποιος να μεταφερθεί εκεί. Απλώς, από το ένα ψυχιατρείο στο άλλο. Σαν ένας σάκος προς μεταφορά. Υπήρξε το κριτήριο ότι ο ασθενής «έγινε καλά» (ότι δεν είχε πια ανάγκη νοσηλείας, ούτε ψυχοκοινωνικής στήριξης, στεγαστικής δομής κλπ) ώστε να βγει έξω και, ως παρεπόμενο, να εκτίσει και την ποινή του, ή λειτούργησαν τελείως αντιδεοντολογικά με το να κάνουν εξιτήριο σ΄ έναν ασθενή που «δεν ήταν καλά» και χρειαζόταν περαιτέρω θεραπευτική αντιμετώπιση, προκειμένου να ξεφορτωθούν κάποιον με τον οποίο δεν ήθελαν (ενώ έπρεπε να ήταν το καθήκον τους) ν΄ ασχοληθούν; . Αν ήταν «καλά» και γι΄ αυτό πήρε εξιτήριο, γιατί να μη μεταφερθεί σε κανονικό κελί και τον πήγαν στο ΨΚΚ; Αλλά, όπως έγινε γνωστό και από το ΨΚΚ, δεν θεωρούν, και αυτοί, ότι θα τον κρατήσουν μόνιμα εκεί καθώς, ενόψει ενδεχόμενων διαδικασιών για το «ακαταλόγιστο» σε σχέση με το προ ετών «αδίκημά» του, είναι πολύ πιθανό να τον επιστρέψουν στο ΨΝΑ (!).

 

Η ψυχιατρική πρακτική που οδήγησε σε αυτό το συμβάν δεν είναι παρά μια ακραία έκφραση μιας παγιωμένης, τα τελευταία χρόνια, ψυχιατρικής «θεωρίας και πράξης» να πετάνε στο δρόμο αυτούς που δεν θέλουν να περιθάλψουν γιατί έχουν πολύπλοκες ανάγκες, οι οποίες απαιτούν πολύπλοκες προσεγγίσεις και δεν είναι «διαχειρίσιμοι» ούτε μέσω του κυρίαρχου κατασταλτικού μονόδρομου του ψυχοφαρμάκου. Είναι τη δική της αδυναμία και ανικανότητα που φορτώνει η κυρίαρχη ψυχιατρική στον ασθενή, τον οποίο κατασκευάζει ως «ανίατο», ως μη επιδεχόμενο «βελτίωσης». Γιατί αυτή η ψυχιατρική δεν ξεπέρασε ποτέ τον δικό της «διπολισμό» ανάμεσα, από τη μια, σε μια έννοια «θεραπείας», η οποία ανάγεται στο «να κρατάμε τους πάντες μέσα στην επικρατούσα κοινωνική τάξη και στους ορισμούς που αυτή δίνει για το πραγματικό και το κανονικό», και, από την άλλη, στην εκμηδένιση, η οποία αποσκοπεί στην «απόρριψη, στον εξοβελισμό και, εν τέλει, στην εξόντωση οποιουδήποτε είναι (ή ωθείται) εκτός αυτής της τάξης». 

 

Και ξέρουμε πού αυτή η λογική και πρακτική της απόρριψης έχει οδηγήσει, σ΄ όλη τη διαδρομή του 20ου αιώνα - την μοίρα των ψυχικά πασχόντων με την αντιμετώπισή τους ως «ζωές ανάξιες να ζουν», όταν διαμορφώνονταν οι ευνοϊκές προς την εξόντωση κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. 

 

Τι διαφέρει η τρέχουσα κουλτούρα και η πρακτική (στο 9ο ΨΤΕ και παντού αλλού) της «απαλλαγής» από τους «πλεονάζοντες χρόνιους ασθενείς» (που η ίδια η ψυχιατρική, όπως συλλαμβάνεται και ασκείται, δημιούργησε) από την εξορία, στη δεκαετία του 50 και μετά, ασθενών, από το Δαφνί και αλλού, για τη Λέρο - πάντα με τη υπογραφή των ψυχιάτρων; 

 

Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος των αστέγων της πόλης είναι άτομα με σοβαρά προβλήματα, μεταξύ άλλων, και ψυχικής υγείας, άτομα που η κυρίαρχη ψυχιατρική τα έχει απορρίψει από την όποια παροχή θεραπευτικής και αποκαταστασιακής φροντίδας. Λειτουργώντας στη βάση των νεοφιλελεύθερης κοπής πρακτικών που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την λογιστικού χαρακτήρα μείωση των ημερών νοσηλείας, απλώς για την μείωση του κόστους (στη βάση των ΚΕΝ - Κλειστών Ενοποιημένων Νοσηλίων, κλπ), με το πέταγμα των ασθενών στο δρόμο, χωρίς καμιά μέριμνα για μετανοσοκομειακή φροντίδα, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση, στέγαση κλπ. 

 

Η παράδοση του προαναφερόμενου ασθενή από το 9ο ΨΤΕ στην αστυνομία είναι μέρος αυτής της λογικής, η οποία, μάλιστα, εκφράστηκε ανάγλυφα με την πρώτη πράξη της ανάληψης του τμήματος από το νέο διευθυντή του, που ήταν το κλείδωμα της πόρτας - μιας πόρτας ανοιχτής για 16 χρόνια, από τη μέρα της ίδρυσης και λειτουργίας του τμήματος. Αλλά, όπως έχει λεχθεί, «κλειστές πόρτες, κλειστά μυαλά» και, όλα όσα ακολούθησαν, αυτονόητα. 

 

Ως Πρωτοβουλία ‘Ψ’ δεν θ΄ αφήσουμε αυτό το συμβάν να περάσει στα σιωπηλά. Εκτός από την ενημέρωση όλων των αρμόδιων φορέων, σωματείων σχετικών με την ψυχική υγεία, κοινωνικών συλλογικοτήτων, θα το κοινοποιήσουμε και σε θεσμικούς φορείς, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη, η Επιτροπή Προστασίας των Δικαιωμάτων Ατόμων με Προβλήματα Ψυχικής Υγείας, και ακόμα, και σε αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς και Επιτροπές Δικαιωμάτων.

 

Και, παράλληλα με όλα αυτά, απαιτούμε την άμεση επιστροφή του εν λόγω ασθενή στη στεγαστική δομή στην οποία κατοικούσε, με όλη την αναγκαία ψυχοκοινωνική στήριξη του ίδιου και της στεγαστικής δομής συνολικά. 

 

Για την βάναυση καταπάτηση των όποιων απαράγραπτων δικαιωμάτων του, με τις όποιες συνέπειες αυτή είχε στην ψυχική του υγεία, καθώς και για τα όποια ζητήματα που σχετίζονται με την τήρηση της επαγγελματικής δεοντολογίας προκύψουν, θα υπάρξει, στο βαθμό που καταστεί αναγκαίο, η δέουσα νομική παρέμβαση.

 


 

3/6/2020




 

 

ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ 

ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

 



Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

«ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΙ ΜΙΛΑΝΕ» ΓΙΑ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΣΑΝ «ΑΘΩΕΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ




Μια «συμβουλή» που δινόταν από παλιά σε όσους τα είχαν 

κυριολεκτικά θαλασσώσει στον όποιο τομέα κυβερνητικής 

διαχείρισης (οικονομικής, κοινωνικής, υγειονομικής κλπ) είχαν 

αναλάβει και έρχονταν μετά, όταν οι διάδοχοί τους στη σχετική 

διαχείριση, αναλάμβαναν να προχωρήσουν περαιτέρω την ίδια 

πολιτική ερειπίων την οποία αυτοί μετά παρρησίας εφάρμοζαν, να 

μιλάνε δήθεν «κριτικά», ως ανέκαθεν αμέτοχοι του επιτελεσθέντος 

εγκλήματος, η «συμβουλή» αυτή ήταν : «τουλάχιστον, σωπάστε» 

ή, κατά το «λαϊκότερο», «βουλώστε το».



Είναι το λιγότερο και το πιο «ευγενικό» που θα είχε κανείς να 

απευθύνει στους οργανωτές της (διαδικτυακής) εκδήλωσης, στις 

3/6, υπό τον τίτλο «Ψυχική υγεία και ευάλωτες ομάδες πληθυσμού 

πριν, κατά την διάρκεια, αλλά και μετά την πανδημία. Ανοιχτοί 

διάλογοι με ειδικούς, φορείς και κινήματα». Γνωστά ονόματα οι 

ομιλητές (όπως και κάποιοι από τους παρεμβαίνοντες), ένας προς 

ένα, με τον ιδιαίτερο και καθόλου αμελητέο ρόλο τους, στα πέντε 

χρόνια της διακυβέρνησης από τον Σύριζα, στην αναπαραγωγή και 

παγίωση του νεοϊδρυματικού μορφώματος που αποτελεί το 

σύστημα Ψυχικής Υγείας στην Ελλάδα και στην περαιτέρω 

υποστελέχωση, ιδιωτικοποίηση και κατασταλτική μετάλλαξή του.



Ας θυμηθούμε, λοιπόν, μερικά από την προ της πανδημίας εποχή, 

όταν τους είχε «ανατεθεί» η διακυβέρνηση.



-Καμιά αλλαγή στο σύστημα Ψυχικής Υγείας, που παρέμεινε 

άκρως ιδρυματικό, με τις ακούσιες νοσηλείες να διαιωνίζονται στο 

65% του συνόλου των ψυχιατρικών νοσηλειών και με 

αδιαφιλονίκητη την εφαρμογή των κατασταλτικών μέτρων: 

κλειδωμένες πόρτες, μηχανική καθήλωση κλπ.



-Η έννοια «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» έγινε μια απλή λέξη χωρίς 

περιεχόμενο (απλή λεξιλαγνεία), μεταλλαγμένη σε απλή 

«διοικητική (!) μεταρρύθμιση», με μια τραγελαφικού χαρακτήρα 

συγκρότηση των τομέων (γιγαντοτομέων των τριακοσίων έως 

τετρακοσίων χιλιάδων κατοίκων, αλλά και αυτών, όπως πάντα, 

μόνο στα «χαρτιά» - ποτέ δεν λειτούργησαν), χωρίς καθόλου 

κοινοτικές υπηρεσίες. Χαρακτηριστικός και ενδεικτικός της 

νοοτροπίας των οργανωτών της εκδήλωσης της 3/6, είναι ο 

σχηματισμός ενός ψυχιατρικού τομέα που συνδέει το, έτσι κι

αλλιώς, υπολειτουργικό ΚΨΥ Ζωγράφου όχι με τους κατοίκους 

του Ζωγράφου, αλλά με αυτούς κάποιων υπερβόρειων (!)

προαστίων και με την ψυχιατρική μονάδα του, επίσης στα Β. 

Προάστια, «Ογκολογικού Αγ. Αναργύρων». Οι κάτοικοι του 

Ζωγράφου θα πρέπει να πηγαίνουν στο ΚΨΥ Βύρωνα (!). Γνωστές 

οι υπόγειες πελατειακές διαδρομές που οδήγησαν σε τέτοιες 

αχαρακτήριστες ρυθμίσεις και στην Ψυχική Υγεία.



-Μια άλλη πτυχή, χαρακτηριστική της γραφειοκρατικής και 

ταυτόχρονα άκρως αντιθεραπευτικής προσέγγισης, που 

εγκαθιδρύθηκε επί Σύριζα, ήταν η θεσμοθέτηση της μετάβασης σε 

στεγαστική δομή, του Δημοσίου ή ΜΚΟ, στη βάση «λίστας 

αναμονής»: μια ψυχιατρική μονάδα νοσηλείας δηλώνει σε μια 

κεντρική αρχή καταγραφής αιτημάτων για στέγαση σε δομή 

ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης ότι ο/η τάδε έχει ανάγκη 

φιλοξενίας σε στεγαστική δομή και, όταν βρίσκεται, όπου 

βρίσκεται, η όποια κενή θέση, ο/η πρώτος/η στη σειρά, την 

καταλαμβάνει(!). Η έννοια του « θεραπευτικού» πήγε, έτσι, προ 

ακόμα της «προ Πινέλ» εποχής.



-Στη βάση αυτών των κατευθύνσεων συνολικά στην Ψυχική Υγεία, 

ήταν αναμενόμενο ότι δεν θα έπαυε, και επί Σύριζα, η ανέκαθεν 

προνομιακή αντιμετώπιση των ΜΚΟ ψυχικής υγείας. Όλα τα έργα, 

στη βάση των συγχρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών 

προγραμμάτων, κυρίως στεγαστικές δομές, ανατέθηκαν, επί 

Σύριζα, σε ΜΚΟ - κανένα στο Δημόσιο. Αντίστοιχη ήταν και η 

ανάθεση της διαχείρισης της «προσφυγικής κρίσης» (που ξέσπασε 

το 2015) και του πακτωλού των σχετικών κοινοτικών και όποιων 

άλλων χρηματοδοτήσεων, σχεδόν εξ΄ ολοκλήρου σε ΜΚΟ. Μια 

ανάθεση που υλοποίησαν οι ΜΚΟ ως σε διατεταγμένη υπηρεσία 

και που στόχευε όχι στην αναγνώριση των δικαιωμάτων και στην 

ουσιαστική απάντηση στις ανάγκες των προσφύγων (άσυλο, 

αξιοπρεπή στέγαση μέσα στον κοινωνικό ιστό, εργασία, 

εκπαίδευση κλπ), αλλά στην διαχείριση, μέσα από ποικίλα 

φραστικά περιτυλίγματα, του στρατοπεδικού τους εγκλεισμού και, 

εν τέλει, της αποπομπής τους.



-Στον τομέα των λεγόμενων «ακαταλόγιστων» του αρ. 69 ΠΚ, δεν 

είναι μόνο ότι, οι όποιες αλλαγές έγιναν, δεν είχαν σχεδόν κανένα 

πρακτικό αντίκτυπο στην βάναυση καθημερινότητα και στην 

απουσία του όποιου προγράμματος ζωής και μέλλοντος (και) των 

ασθενών αυτών. Το μόνο καινούργιο που έφερε ο Σύριζα, ήταν η 

θεσμοθέτηση, και στην Ελλάδα, του «ειδικού κλειστού 

τμήματος» για τους «ακαταλόγιστους», δηλαδή, του θεσμού του 

διεθνώς δυσφημισμένου «δικαστικού ψυχιατρείου», που αναμένει 

και αυτό την υλοποίησή του. Όσο για το Ψυχιατρείο 

Κρατουμένων στις φυλακές Κορυδαλλού (ΨΚΚ), αρκεί μια 

επισήμανση: το πιστοποιητικό για «κατάθλιψη» για την 

αποφυλάκιση του γνωστού Αρ. Φλώρου, που (προφανώς ανάμεσα 

σε πολλά άλλα, που θα 'πρεπε να ελεγχθούν) δόθηκε από εκεί.



-Η όλη νεοϊδρυματική/κατασταλτική λογική των οργανωτών της 

εκδήλωσης της 3/6 αποκορυφώθηκε με την εισαγωγή και στην 

Ελλάδα της «υποχρεωτικής θεραπείας στην κοινότητα», ενός 

άκρως ελεγκτικού, αποτυχημένου διεθνώς ως προς τους 

διακηρυγμένους στόχους του και κατασταλτικού μέτρου, που δεν 

πρόλαβε να ψηφιστεί λόγω των εκλογών του περασμένου χρόνου 

(κάνοντας τους επιστημονικούς συντάξαντες το νομοσχέδιο «να 

κλαίνε» που δεν πρόλαβε να γίνει νόμος). Αλλά το νομοσχέδιο 

είναι έτοιμο και πιθανώς περιμένει την εφαρμογή του από την 

παρούσα κυβέρνηση, που προχώρησε στην υλοποίηση πολλών απ΄ 

όσα είχε ετοιμάσει, και δεν πρόλαβε, ο Σύριζα.



-Καθόλου μικρής σημασίας δεν είναι και η στήριξη που έδωσαν οι 

άνθρωποι του Σύριζα (ψυχίατροι κλπ), μεταξύ άλλων, και μέσα 

από την Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία (ΕΨΕ), στην συνέχιση της  

εκτέλεσης ακούσιων νοσηλειών σε ιδιωτικές ψυχιατρικές 

κλινικές (κάτι που, στην περιοχή της Αθήνας, λόγω απρόβλεπτων 

συγκυριών, είχε ανασταλεί με εισαγγελική εντολή) καθώς και η 

εισήγηση της ΕΨΕ να επιτρέπεται νόμιμα (γιατί, έτσι κι΄ αλλιώς, 

δεν έπαψε ποτέ να γίνεται) η μηχανική καθήλωση και σε εκούσια 

νοσηλευόμενους.


 
-Και όλα αυτά τη στιγμή που διαιωνιζόταν η, λόγω μνημονίων, 

υποστελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών, οι όποιες προσλήψεις 

ήταν, ως επί το πλείστον, επικουρικοί γιατροί κλπ, ενώ, 

ταυτόχρονα, έμπαιναν οι βάσεις της πλήρους ιδιωτικοποίησης 

μέσα από την θεσμοθέτηση, μεταξύ άλλων, των ΚΕΝ (Κλειστών 

Ενοποιημένων Νοσηλίων), που συνίστανται στην πλήρη 

κοστολόγηση και λογιστικοποίηση, μεταξύ άλλων, και των 

ιατρικών πράξεων - ακόμα του χρόνου που θα (και που, μάλλον, 

δεν θα ξανά) μιλήσει κάποιος μ΄ έναν ασθενή.



Είναι όλα αυτά, μεταξύ πολλών άλλων, τα προ της πανδημίας, ως 

μέρος της συνολικής αποδιοργάνωσης του συστήματος Υγείας, 

που συνετέλεσαν στην εμπέδωση της κυρίαρχης νοοτροπίας και 

πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέσω του 

αστυνομευόμενου lockdown ως μονόδρομου, στην περαιτέρω 

στέρηση των δικαιωμάτων και στην κακομεταχείριση των 

ασθενών σε ψυχιατρικές κλινικές, στεγαστικές δομές κλπ. Την ίδια 

στιγμή που οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας αποσύρονταν, 

ανέστειλαν, ή μείωναν τη λειτουργία τους, ακριβώς τη στιγμή που 

η ανάγκη τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη.



Να δούμε, λοιπόν, εκτός από τις συνήθεις αερολογίες σ΄ αυτές τις, 

για τα «μάτια του κόσμου», εκδηλώσεις, αν έστω και ένα από τα 

παραπάνω ζητήματα θα θιχτεί και με ποιόν τρόπο. Αν και το 

αναμενόμενο είναι ν΄ ακουστούν, απλώς, τα «γνωστά», που είναι 

τα μοδάτα της τρέχουσας επικαιρότητας, λόγω του εκάστοτε 

συμβάντος. Για το οποίο «να μην κάνουμε και εμείς κάποιο 

σχόλιο, κάποια κουβεντούλα»; … για τις συνέπειες της πανδημίας 

στην ψυχική υγεία, για τους «ευάλωτους», για τα κινήματα – που, 

προφανώς, όποια είναι πραγματικά κινήματα, δεν έχουν καμιά 

σχέση τους εν λόγω οργανωτές.


1/6/2020




ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗΝ 

ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ